John Randal Baker |
Ἡ Πραγματικότητα τῆς Φυλῆς
John R. Baker
Ὁ Βρετανὸς John Randal Baker γεννήθηκε τὸ 1900 καὶ ἀπεβίωσε τὸ 1984. Ὑπῆρξε διαπρεπὴς βιολόγος καὶ ζωολόγος, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης. Τὸ ἄρθρο τοῦτο δημοσιεύτηκε στὸ τεῦχος Ἰανουαρίου 1977 τοῦ ἐπιστημονικοῦ περιοδικοῦ The Mankind Quarterly, σελ. 215 - 223.
Τὰ τελευταῖα χρόνια, ἔχει ἐκδηλωθεῖ μεταξὺ κοινωνικῶν ἀνθρωπολόγων σὲ πολλὰ μέρη τοῦ κόσμου, μία τάση πραγμάτευσης τοῦ ἀνθρώπου σὰ νὰ εἶναι περισσότερο διακριτὸς ἀπὸ τ’ ἄλλα ζῶα, ἀπ’ ὅσο εἶναι πράγματι. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀποδέχονται τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου νοερά, χωρὶς ν’ ἀντικρίζουν πράγματι τὰ γεγονότα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ βασικὰ ζῶο καὶ ὅτι μοιάζει μὲ πλεῖστα ἄλλα χερσαῖα τέτοια (συμπεριλαμβανομένου τοῦ ἐγγύτερου ζῶντος συγγενῆ του, τοῦ χιμπαντζῆ), κατὰ τὸ ὅτι εἶναι ταξινομήσιμος σὲ φυλές.
Χρειάζεται ν’ ἀνατρέξουμε σὲ μία περίοδο ὁπότε ὑπῆρχαν σπουδαῖοι ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ὀρρωδοῦσαν μπροστὰ στὴν ἀποδοχὴ καὶ τὴν ἔκθεση ἀπὸ μέρους τους τῶν γεγονότων ποὺ φανερώνονται ἀπ’ τὶς ἐπιστῆμες, ὅσο ἀνεπιθύμητα καὶ ἂν εἶναι ἴσως αὐτὰ σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους.
«Ἡ ἀνθρωπολογία», ἔγραφε ὁ Thomas Henry Huxley [1. T. H. Huxley, “On the Methods and Results of Ethnology” («Περὶ τῶν Μεθόδων καὶ τῶν Ἀποτελεσμάτων τῆς Ἐθνολογίας»), Fortnightly Review, τ. 1, σ. 257 - 277] πρὶν ἀπὸ περισσότερο ἀπὸ μία ἑκατονταετία, «ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ζωολογίας... τὰ προβλήματα τῆς ἐθνολογίας εἶναι ἁπλῶς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα παρουσιάζονται στὸ ζωολόγο ἀπὸ κάθε εὐρέως κατανεμημένο ζωικὸ εἶδος τὸ ὁποῖο μελετᾶ».
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ἐξέφρασε ἕνα γεγονὸς ποὺ εἶναι ὄντως οἰκεῖο στοὺς νεότερους ζωολόγους, τὴν πραγματικότητα δηλαδὴ τῆς φυλῆς. Ἡ μελέτη τοῦ ἀνθρώπου θὰ ἀνακοπτόταν λιγότερο καὶ θὰ γινόταν περισσότερο ρεαλιστική, ἂν κάθε σπουδαστὴς ἀνθρωπολογίας μποροῦσε νὰ ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσει ἕνα κύκλο διδασκαλίας ἐπάνω στὶς ἀρχὲς τῆς ταξινομικῆς, ἀπὸ κάποια αὐθεντία σ’ αὐτὸ τὸ μᾶλλον δύσκολο, σημαντικότατο ἐντούτοις θέμα, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ἔχει δομηθεῖ μεγάλος ὄγκος γνώσης καὶ κατανόησης ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀφοσιωθεῖ στὴ μελέτη τοῦ ζωικοῦ βίου.
Ἕνα εἶδος μπορεῖ νὰ ὁρισθεῖ περίπου ὡς μία ὁμάδα δυνατῶν (ἐφικτῶν) διασταυρώσεων. Ἂν κάποιο χερσαῖο εἶδος εἶναι εὐρύτατα κατανεμημένο, μπορεῖ νὰ βρεθεῖ νὰ διαφέρει κατὰ φυσικοὺς χαρακτῆρες ἀνὰ διάφορα μέρη τῆς ἔκτασής του. Ὁ τεχνικὸς ὅρος γιὰ τὶς κύριες διαιρέσεις ἑνός εἴδους εἶναι ὑποεῖδος. Ἡ χρήση τῆς λέξης φυλὴ ὡς ἰσοδύναμης τοῦ ὑποείδους ἐξυπηρετεῖ καὶ ἡ πρακτικὴ αὐτὴ τηρεῖται στὸ παρὸν ἄρθρο.
Οἱ Εὐρωπίδες (οἱ ἐπονομαζόμενοι «Καυκασοειδεῖς»), οἱ Νεγρίδες (οἱ Νέγροι τῆς Ἀφρικῆς) καὶ οἱ Μογγολίδες (οἱ Μογγόλοι καὶ οἱ συγγενεῖς αὐτῶν) μπορεῖ νὰ παρατεθοῦν ὡς παραδείγματα φυλῶν. Οἱ περισσότερες ἀνθρώπινες φυλὲς εἶναι περαιτέρω διαιρέσιμες σὲ ὑποφυλές· παραδείγματος χάρη, οἱ Νορδίδες [ὁ Βόρειος τύπος τῆς Λευκῆς φυλῆς στὶς διάφορες παραλλαγές του], οἱ Μεσογειίδες καὶ οἱ Αλπινίδες ἀποτελοῦν ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ὑποφυλὲς τῆς Εὐρωπίδειας [ἀλλιῶς, Εὐρωπαϊκῆς ἢ Λευκῆς] φυλῆς. Ἐδῶ κι ἐκεῖ βρίσκει κανεὶς «τοπικὲς (ἐπιχώριες) μορφὲς» τοῦ ἀνθρώπινου γένους, εὐδιάκριτα διαφορετικὲς κατ’ ἐλάσσονες χαρακτῆρες ἀπὸ ἄλλα μέλη τῆς φυλῆς ἢ ὑποφυλῆς τους.
Νορδίδεια (Nordid) |
Ἀπὸ τὸ δεδομένο στὴν προηγούμενη παράγραφο ὁρισμὸ ἑνός εἴδους, ἕπεται ὅτι ὑπάρχουν ὑβριδικά ἄτομα· καθότι, ἂν δὲν συνέβαινε ὑβριδοποίηση ἕως κάποιο σημεῖο μεταξὺ φυλῶν, τότε αὐτὲς δὲν θὰ ἀποτελοῦσαν φυλές, παρὰ χωριστὰ εἴδη (ἢ χωριστοὺς κύκλους μορφῶν) [Formenkreise, γερμανικὰ στὸ κείμενο].
Ὑβριδικά ἄτομα μπορεῖ νὰ ἐπιδεικνύουν κάθε ἐνδιάμεσο βαθμὸ μεταξὺ τῶν δύο προγονικῶν φυλῶν. Κατὰ καιροὺς στὸ ἀπώτερο παρελθόν, ἔχει τύχει νὰ λάβει χώρα διασταύρωση μέγιστης κλίμακας μεταξὺ φυλῶν· ὡς ἐκ τούτου, ἔχει εὐκαιριακά συμβεῖ νὰ εὐνοηθεῖ κάποιος ἐνδιάμεσος βαθμὸς ἀπὸ ἐπιλεκτικὴ πίεση [νοουμένη κατὰ τὴν ἐξελικτικὴ βιολογικὴ ἐννοιολόγηση].
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, μπορεῖ νὰ προκύψει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἐνίοτε καλεῖται φυλὴ ἐπαφῆς [Kontaktrasse, γερμανικὰ στὸ πρωτότυπο] ἢ «ὑβριδικὴ φυλή». Σὲ τέτοιες περιπτώσεις, οἱ φυσικοὶ χαρακτῆρες μίας ἀπὸ τὶς φυλὲς συνήθως δεσπόζουν στὸ ὑβρίδιο. Τότε, θεωρεῖται βέλτιστα ὅτι τὰ ὑβρίδια μορφώνουν (μορφοποιοῦν) ὑβριδικὴ ὑποφυλὴ τῆς ἀρχικῆς φυλῆς μὲ τὴν ὁποία μοιάζουν περισσότερο. Ἔτσι, οἱ Αἰθιοπίδες τῆς Αἰθιοπίας βέλτιστα πιθανῶς θεωροῦνται ὡς ὑβριδική ὑποφυλὴ τῆς Εὐρωπίδειας φυλῆς.
Γιὰ νὰ περιγραφεῖ κάποια ἀνθρώπινη φυλὴ ἢ ὑποφυλὴ στὴν πλέον τυπική της μορφὴ (σὲ κάποια ἀπόσταση, κατὰ κανόνα, ἀπὸ τὴ ζώνη ὑβριδισμοῦ μεταξὺ αὐτῆς καὶ τῶν γειτονικῶν φυλῶν ἢ ὑποφυλῶν), εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐφαρμόζονται οἱ ἀρχὲς ποὺ εἶναι καθολικὰ ἀποδεκτὲς γιὰ τὴν ταξινόμηση τῶν ζώων: νὰ λαμβάνονται ὑπόψη, δηλαδή, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο, ὅλοι οἱ χαρακτῆρες κατὰ τοὺς ὁποίους αὐτὴ [ἡ φυλὴ ἢ ὑποφυλὴ] τείνει νὰ διαφέρει ἀπὸ τυπικὰ μέλη ἕτερων φυλῶν ἢ ὑποφυλῶν. Ἡ ἀρχὴ τούτη διέπει κάθε βαθμίδα στὴν ταξινόμηση, ἀπὸ τὶς μείζονες διαιρέσεις, ὅπως οἱ συνομοταξίες τῶν σπονδυλοζώων (μὲ τοὺς συγγενεῖς αὐτῶν) καὶ τῶν μαλακίων, ἕως τὶς φυλὲς καὶ τὶς ὑποφυλὲς (καὶ ὄντως ἕως τὶς τοπικὲς μορφές).
Ἡ ἱκανοποιητική ὁμαδοποίηση τοῦ ἀνθρώπινου γένους σὲ φυλὲς καθυστερήθηκε, μέχρι ἀκόμη τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ τρέχοντος αἰώνα [τοῦ 20ου], ἀπὸ τὴν τάση ὁρισμένων ἀνθρωπολόγων νὰ βασίζονται σὲ τεχνικές, τὶς ὁποῖες δὲν θὰ ’χε ἀποδεχθεῖ οὔτε στιγμὴ ὁποιοσδήποτε καταρτισμένος στὶς ἀρχές ταξινόμησης. Ἡ ὁμαδοποίηση ἐνίοτε γινόταν ἑπὶ τῆ βάσει μεμονωμένων γνωρισμάτων, ὅπως ἡ μορφὴ τῶν τριχῶν ἢ ἀκόμη τὸ χρῶμα τοῦ δέρματος, χωρὶς νὰ δίδεται ἐπαρκὴς προσοχὴ στοὺς πολυάριθμους χαρακτῆρες ποὺ θὰ ’πρεπε νὰ εἶχαν ληφθεῖ ὑπόψη.
Πολλὲς διαφορὲς μεταξὺ φυλῶν ἐντοπίζονται σὲ διάφορα μέλη τοῦ σώματος, ἰδίως στοὺς ἐξωτερικούς χαρακτῆρες καὶ στὸ σκελετὸ (πάνω ἀπ’ ὅλα στὸ κρανίο), ἄλλες, ὅμως, ἀπαντοῦν σὲ λιγότερο ἐμφανεῖς περιοχές. Παραδείγματος χάρη, οἱ Εὐρωπίδες διαθέτουν μεγάλους ὀσμηγόνους ἀδένες στὶς μασχάλες καί, ὡς ἐκ τούτου, εἶναι ὀσμηροὶ (ἐκτὸς ἂν λούζονται τακτικά).
Μεσογειίδης (Mediterranid) |
Στὴ Μογγολίδεια φυλή, ἀπεναντίας, οἱ ἀδένες αὐτοὶ εἶναι πολὺ λιγότερο ἀνεπτυγμένοι καὶ λέγεται ὅτι οἱ Τογγοῦσοι (Tungus, ἡ Τογγίδεια ὑποφυλὴ τῶν Μογγολιδῶν) τῆς κεντρικῆς Ἀσίας ὄντως στεροῦνται ὀσμῆς προερχομένης ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο σημεῖο τοῦ σώματος. Παρέλκει σχεδὸν νὰ προστεθεῖ ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ χαρακτῆρες, οἱ περισσότεροι ἀπ’ τοὺς ὁποίους εἶναι πάρα πολὺ ἐμφανέστεροι, ποὺ διακρίνουν τυπικὰ μέλη τῆς Μογγολίδειας φυλῆς.
Τὰ γονίδια ἐλέγχου τῶν συστημάτων ὁμάδας αἵματος ἐνδείκνυνται πρὸς ἀνάλυση διὰ τῶν κοινῶν τεχνικῶν τῆς γενετικῆς. Ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ἔδωσε ὤθηση στὴ μελέτη τῶν συστημάτων αὐτῶν, λόγω τῆς σημαντικότητάς τους στὴ μετάγγιση αἵματος· παρόλον τοῦτο, ἡ καθαρῶς ἐπιστημονική ἀξία τοῦ ἔργου στὸ ἐν λόγω πεδίο, καθόσον ἀφορᾶ στὰ φυλετικὰ προβλήματα, δὲν ὑπῆρξε τόσο σπουδαία ὅσο θὰ μποροῦσε, γιὰ δύο ἀνεξάρτητους λόγους.
Πρῶτον, οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους ἐφαρμόστηκε ὁμαδοποίηση αἵματος κατατάσσονταν κοινῶς κατὰ ἐθνικότητα καί, ἔτσι, ὄχι ἀναγκαῖα κατὰ φυλετικὴ ὀργανικὴ συνάφεια. Δεύτερον, τὰ γονίδια ποὺ μελετήθηκαν ἦταν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα, κατὰ μέγα μέρος, ἐντοπίζονται σὲ ἀνθρώπινα ὄντα τῶν περισσοτέρων ἢ ὅλων τῶν φυλῶν, μολονότι ἀπαντοῦν μὲ διαφορετικὲς συχνότητες σὲ διάφορες φυλές.
Ἐπικεντρώθηκε, λοιπόν, ἐνδιαφέρον σὲ χαρακτῆρες ποὺ δὲν διέκριναν κάποιο συγκεκριμένο ἄνθρωπο μίας φυλῆς ἀπὸ συγκεκριμένους ἀνθρώπους ἕτερων φυλῶν. Αυτὸ ἀναγκαῖα διέδωσε τὴν ἰδέα ὅτι οἱ φυλὲς μοιάζουν ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη περισσότερο, ἀπ’ ὅσο στὴν πραγματικότητα.
Πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι, ἂν καὶ γενετικὴ ἀνάλυση εἶναι μόλις καὶ μετὰ βίας δυνατὴ γιὰ τὴ διάκριση τῶν κυρίων ταξινομικῶν βαθμίδων ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τοῦ εἴδους πρὸς τὰ ἐπάνω (διότι διασταύρωση εἶναι γενικὰ ἀνέφικτη), ὑπάρχει πελώριος ὄγκος γνώσης περὶ τῶν ἐξελικτικῶν σχέσεων περισσοτέρων ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο εἰδῶν ζώων, ἐκφραζόμενος ἀπὸ τὴν ταξινόμησή τους κατὰ γένη, οἰκογένειες, τάξεις, ὁμοταξίες καὶ συνομοταξίες (ἀλλιῶς φύλα).
Ἂν κάποιος γενετιστὴς ἐργαστεῖ μὲ συγκεκριμένο εἶδος ζώου, πρέπει νὰ δηλώσει σὲ ποιὸ εἶδος ἀνήκει αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνει, παρὰ ἂν εἶναι πρόθυμος νὰ ἐμπιστευθεῖ διακρίσεις μεταξὺ εἰδῶν βάσει γνώσης, ἡ ὁποία δὲν ἀντλήθηκε ἀπὸ μελέτη τῶν ἐπιδράσεων μεμονωμένων γονιδίων.
Οἱ πρωταρχικοὶ χαρακτῆρες ποὺ διακρίνουν μεταξύ τους τυπικὰ μέλη διαφόρων ἀνθρωπίνων φυλῶν, ἐλέγχονται, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀπὸ πολυγονιδιακούς παράγοντες· δηλαδή, ἀπὸ τὴ συνδυασμένη δράση πολλῶν γονιδίων ποὺ ἔχουν μικρὲς μέν, συσσωρευτικὲς δὲ ἐπιδράσεις.
Θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ τεράστιος ἀριθμὸς σχετικῶν παραδειγμάτων. Λόγου χάρη, τὸ μῆκος τοῦ πήχη σὲ σχέση πρὸς ἐκεῖνο τοῦ βραχίονα [τοῦ ἄνω τμήματος, ἀπὸ τὸν ὦμο ὥς τὸν ἀγκώνα] εἶναι κατὰ πολὺ μεγαλύτερο στοὺς Νεγρίδες, ἀπ’ ὅσο στοὺς Εὐρωπίδες· καὶ τὸ πλάτος τοῦ κρανίου σὲ σχέση πρὸς τὸ μῆκος του εἶναι κατὰ πολὺ μικρότερο στοὺς Αὐστραλίδες (τοὺς Αὐστραλούς αὐτόχθονες), ἀπ’ ὅσο στοὺς Μογγολίδες.
Ἀλπινίδεια (Alpinid) |
Τέτοια γνωρίσματα σὰν αὐτὰ ἐλέγχονται ἀπὸ πολυγονιδιακούς παράγοντες. Εἶναι πολὺ δυσχερὲς ν’ ἀναλυθοῦν τέτοιοι παράγοντες γενετικῶς, διότι ἡ ἐπίδραση ἑνός ἑκάστου εἶναι πολὺ μικρὴ ὥστε νὰ παρατηρηθεῖ χωριστά. Στὴν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐπιπλέον, εἶναι σχεδὸν πάντα ἀδύνατο νὰ γίνει αὐτὸ κατὰ τὴν ἐνεστώσα κατάσταση τῆς γνώσης [1977], ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἐλεγχόμενες συζεύξεις (ζευγαρώματα) καὶ ὁ ρυθμὸς ἀναπαραγωγῆς εἶναι πολὺ ἀργός.
Εἶναι ἀτυχὲς γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπικέντρωση προσοχῆς σὲ γονίδια ποὺ μποροῦν ν’ ἀναλυθούν γενετικῶς, ἔχει καταλήξει σὲ ἀπώλεια ἐνδιαφέροντος γιὰ ἐκείνους τοὺς χαρακτῆρες, τοὺς ἐλεγχόμενους πολυπαραγοντικά, οἱ ὁποῖοι καθιστοῦν ἐφικτὸ νὰ διακρίνεται συγκεκριμένο ἄτομο μίας φυλῆς ἀπὸ ἄτομα συγκεκριμένα ἕτερων φυλῶν.
Ἡ κατάλληλη πορεία στὴν ταξινόμηση τῆς ἀνθρωπότητας συνίσταται στὴ χρήση τούτων των πρωτευόντων διακριτικῶν χαρακτήρων. Μόνον τότε, ἀφότου οἱ φυλὲς καὶ ὑποφυλὲς θὰ ἔχουν ἀναγνωρισθεῖ, θὰ εἶναι σὲ θέση κανεὶς νὰ μελετήσει ἀποτελεσματικὰ τὶς συχνότητες ἐκείνων τῶν μεμονωμένων γονιδίων, τὰ ὁποῖα μποροῦν ν’ ἀνιχνευθοῦν ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ καὶ ἀπαντοῦν σὲ ὅλες ἢ τὶς περισσότερες φυλές, πλὴν ὅμως ἀφθονότερα σὲ κάποιες παρὰ σὲ ἄλλες. Ὅταν θὰ ἔχει γίνει αὐτό, τότε οἱ συχνότητες θὰ μποροῦν νὰ παρατίθενται κατάλληλα ὡς δευτερεύοντες χαρακτῆρες τῶν ὑπὸ πραγμάτευση ταξινομικῶν ὁμάδων (taxa).
Παρὰ τὰ ὅσα ἔχουν μόλις εἰπωθεῖ, εὔλογο εἶναι, σὲ ὁρισμένες συγκεκριμένες περιστάσεις μελετῶν χαρακτήρων ποὺ καθορίζονται ἀπὸ μεμονωμένα γονίδια, νὰ προχωρεῖ κανεὶς συμβαδίζοντας μὲ ἄλλες μελέτες, στὶς ὁποῖες λαμβάνονται ὑπόψη μορφολογικὰ γνωρίσματα ἐλεγχόμενα ἀπὸ πολυγονιδιακοὺς παράγοντες.
Τοῦτο συμβαίνει σὲ κάπως ἀπομονωμένες περιφέρειες ὅπου ἔχει λάβει χώρα ὑβριδισμὸς στὸ ἀπώτερο παρελθόν, ἀλλὰ ἄνισα ἀνὰ διαφορετικὲς περιοχὲς μέσα στὴν περιφέρεια. Τάση πρὸς τοπικὴ ἐπιγαμία, συνεχιζόμενη ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, θὰ διατηροῦσε μέσες διαφορές.
Σὲ τέτοιες περιπτώσεις, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ καταταχθοῦν ἐπιμέρους ἄνθρωποι σὲ χωριστὲς ταξινομικὲς ὁμάδες κατὰ τὸ τεκμήριο μορφολογικῶν χαρακτήρων καὶ ἄρα δὲν τίθεται ζήτημα ἀναγνώρισης διαφορετικῶν φυλῶν ἢ ὑποφυλῶν ἢ πρόδηλων τοπικῶν μορφῶν. Μπορεῖ, ὅμως, νὰ ἀποκαλύπτονται μέσες διαφορὲς μεταξὺ τῶν πληθυσμῶν ζωνῶν, διαμέτρου ἴσως μόνο 10 ἢ 20 χιλιομέτρων περίπου, ἀπὸ αἱματολογικὲς καὶ μορφολογικὲς μελέτες.
Ὁ πληθυσμὸς τῆς μικρῆς χερσονήσου τοῦ Gargano, ἡ ὁποία, βρεχόμενη ἀπὸ τὴν Ἀδριατικὴ Θάλασσα, προεξέχει γύρω στὰ 45 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν ἰταλικὴ ἀκτή, φαίνεται ὅτι παρέχει ἕνα παράδειγμα αὐτοῦ ποὺ ἔχει περιγραφεῖ σὲ γενικὲς γραμμὲς στὴν προηγούμενη παράγραφο.
Αἰθιοπίδης (Ethiopid) |
Ἡ μικρὴ αὐτὴ χερσόνησος περιλαμβάνεται στὸ μεγάλο μέρος τῆς νοτίου Ἰταλίας ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ φαίνεται ὅτι εἶναι Μεσογειίδες βασικά, τροποποιημένοι σὲ ποικίλους βαθμοὺς ὑβριδοποίησης μὲ Διναρίδες ἀπ’ τὴν βαλκανικὴ ἀκτή [2. C. S. Coon, The Races of Europe (Οἱ Φυλὲς τῆς Εὐρώπης), Macmillan, Νέα Ὑόρκη, 1939· Ὁ H. F. K. Günther, Rassenkunde des Deutschen Volkes (Φυλογνωσία τοῦ Γερμανικοῦ Λαοῦ), Lehman, Μόναχο, 1926, παρέχει φωτογραφία τοῦ Puccini ὡς παράδειγμα ἀνθρώπου τοῦ τύπου αὐτοῦ. Τὸν περιγράφει ὡς «Κυρίως Μεσογειίδη – πιθανῶς μὲ Διναρίδεια ἐπιρροή»].
Διὰ μέσου λεπτομεροῦς στατιστικῆς διερεύνησης τῶν ἀνθρώπων τῆς προκειμένης χερσονήσου, οἱ Corrain καὶ Pesarin [3. C. Corrain καὶ F. Pesarin, “La distribution des caractères hématologiques et métriques chez les populations du Gargano et des Iles Tremiti” («Ἡ κατανομὴ τῶν αἱματολογικῶν καὶ μετρικῶν χαρακτήρων μεταξὺ τῶν πληθυσμῶν τοῦ Gargano καὶ τῶν Νήσων Tremiti»), L’ Anthropologie, τ. 77, σ. 93 – 106] ἔχουν δείξει ὅτι ἡ βόρεια, ἡ ἀνατολική, ἡ νότια καὶ ἡ κεντρικὴ ζῶνη της κατοικοῦνται ἀπὸ πληθυσμοὺς ποὺ εἶναι, κατὰ μέσον ὅρο, σημαντικὰ διαφορετικοὶ ὁ ἕνας ἀπ’ τὸν ἄλλον σὲ ὁρισμένα γνωρίσματα ποὺ καθορίζονται ἀπ’ τὴ δράση μεμονωμένων γονιδίων (παραδείγματος χάρη, τὸ ποσοστὸ ἀτόμων ποὺ ἀνήκουν στὶς ὁμάδες αἵματος Α, Β καὶ Μ) καὶ, ἐπίσης, σὲ ὁρισμένα μορφολογικὰ γνωρίσματα, ἐλεγχόμενα ἀπὸ πολυγονιδιακοὺς παράγοντες (ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ συγκαταλέγονται οἱ πρωτεύουσες διαστάσεις τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τοῦ προσώπου, ἡ μορφὴ τῶν αὐτιῶν καὶ τῶν χειλιῶν, καὶ τὸ μῆκος ἀνοίγματος τῶν ἐκτεταμένων βραχιόνων).
Πολὺ παράξενη κατάσταση ἔχει ἀνακύψει ἀπὸ τὴν τάση πολλῶν ἀνθρωπολόγων νὰ στηρίζονται κατὰ προτίμηση σὲ διαφορὲς μεμονωμένων γονιδίων, εὐπαθεῖς σὲ γενετικὴ ἀνάλυση, παρὰ σὲ μορφολογικὰ στοιχεῖα, σὲ ἀπόπειρες καθορισμοῦ τῶν φυλετικῶν ὀργανικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου.
Ἕνα πραγματικὸ σχετικὸ παράδειγμα θὰ ἐπεξηγήσει τὸ σημεῖο αὐτό. Οἱ Bodmer καὶ Cavalli-Sforza [4. W. F. Bodmer καὶ L. L. Cavalli-Sforza, “Intelligence and Race” («Νοημοσύνη καὶ Φυλή»), Scientific American, τ. 223, ἀρ. 4, σ. 19 – 29] παρατηροῦν ὅτι: «Ἡ κληρονομικότητα τῶν πιὸ εὐδιάκριτων προσωπικῶν καὶ σωματικῶν χαρακτήρων... εἶναι σύμπλοκη καὶ μὴ καλῶς κατανοούμενη, πράγμα ποὺ μειώνει τὴν ἀξία τους γιὰ τὴ βιολογικὴ μελέτη τῆς φυλῆς».
Συνεχίζουν λέγοντάς μας πόσο πολὺ καλύτερο εἶναι νὰ ἑδράζεται κανεὶς σὲ γονιδιακὲς συχνότητες. Ὡς παράδειγμα, παραθέτουν τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα σὲ Μογγολίδειους («Ἀπωανατολικοὺς») καὶ Εὐρωπίδειους («Καυκάσιους») πληθυσμοὺς κατὰ τὶς συχνότητες τῶν γονιδίων ποὺ καθορίζουν τὶς ὁμάδες αἵματος τοῦ συστήματος ΑΒΟ [5. Μπορεῖ νὰ ἀναφερθεῖ παρεμπιπτόντως ὅτι οἱ συχνότητες τῶν γονιδίων GA, GB καὶ G τοῦ συστήματος ΑΒΟ βρίσκονται κάπου κοντὰ σὲ 0,28, 0,20, 0,52 ἀντίστοιχα στοὺς περισσότερους Μογγολίδειους πληθυσμούς. Οἱ Bodmer καὶ Cavalli-Sforza δίδουν τὶς ἀναλογίες ὡς 49%, 18%, 65%, ποὺ ἀθροίζονται στὸ ἀξιοσημείωτο 132%. Πρέπει νὰ ὑπάρχει τυπογραφικὸ σφάλμα ἐδῶ. (Τὰ σύμβολα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὸ παρὸν ἄρθρο γιὰ τὰ γονίδια τῶν συστημάτων ὁμάδας αἵματος εἶναι ἐκεῖνα ποὺ προτείνονται ἀπὸ τὸν E. B. Ford στὸ “A Uniform Notation for the Human Blood Groups” («Ἕνας Ὁμοιόμορφος Συμβολισμὸς γιὰ τὶς Ἀνθρώπινες Ὁμάδες Αἵματος»), Heredity, τ. 9, σ. 135 – 142)].
Τογγίδεια (Tungid) |
Πῶς, ὅμως, γνώριζαν ὅτι οἱ Μογγολίδες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐλήφθησαν δείγματα αἵματος, ἦταν Μογγολίδες; Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι μπόρεσαν νὰ παράσχουν καθέκαστα σχετικὰ μὲ διαφορὲς σὲ συχνότητες αἵματος, ἐπειδὴ ἦταν εὔλογο νὰ στηριχθοῦν σὲ μορφολογικὰ τεκμήρια ὡς πρὸς τὸ ποιὸς ἦταν Μογγολίδης καὶ ποιὸς Εὐρωπίδης· καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καθορίζοντας τὴν ὁμάδα αἵματος στὸ σύστημα ΑΒΟ ὁποιουδήποτε συγκεκριμένου ἀνθρώπου.
Κάποιοι συγγραφεῖς κλίνουν πρὸς τὴν ἐξαγωγὴ τοῦ συμπεράσματος ὅτι δὲν ὑπάρχουν διαφορὲς μεταξὺ δύο πληθυσμῶν (λόγου χάρη, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ λογίζονται ὡς μέρη ἑνιαίου πληθυσμοῦ), ἂν οἱ στατιστικὲς μέθοδοι ποὺ ἔχουν ἐπιλέξει νὰ χρησιμοποιήσουν δὲν ἔχουν ἀποκαλύψει διαφορές. Ἡ ἐξαγωγὴ τοῦ ἐν λόγω συμπεράσματος ἐνέχει σοβαρὸ κίνδυνο σφάλματος.
Σὲ ὁποιαδήποτε γενικὴ μελέτη αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὁ διερευνητὴς πρέπει ν’ ἀποφασίσει ἐκ τῶν προτέρων ποιοὺς χαρακτῆρες θὰ μετρήσει ἢ ἀριθμήσει. Ἂν ὁποιοιδήποτε δύο πληθυσμοὶ βρεθοῦν διὰ τῶν μεθόδων αὐτῶν νὰ δείχνουν σημαντικὲς διαφορές, τότε ἀναγνωρίζονται ὡς διακριτοὶ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐγερθεῖ ἔνσταση πρὸς αὐτό.
Ἂν, ὡστόσο, δὲν βρεθοῦν σημαντικὲς διαφορές, δὲν θὰ ’πρεπε νὰ συμπερανθεῖ ὅτι οἱ δύο πληθυσμοὶ εἶναι μὴ διακριτοὶ μεταξύ τους, καθότι μπορεῖ νὰ διαφέρουν σημαντικῶς κατὰ χαρακτῆρες ποὺ δὲν ἐπιλέχθηκαν για μελέτη. Ὁ λόγος γι’ αὐτὸ εἶναι ἀρκετὰ σαφής.
Ὁ στατιστικολόγος ἐπιλέγει πρὸς μελέτη ἐκείνους τοὺς χαρακτῆρες, οἱ ὁποῖοι τυχαίνει νὰ ταιριάζουν βέλτιστα γιὰ στατιστικὴ ἐργασία, εἴτε ἐκεῖνοι, σὲ συγκεκριμένες περιπτώσεις, εἶναι τέτοιοι ποὺ νὰ διακρίνουν πράγματι τὴ μία φυλὴ ἢ ὑποφυλὴ ἀπ’ τὴν ἄλλη, εἴτε ὄχι. Ὁ ταξινόμος, τουναντίον, ἐπικεντρώνει τὴν προσοχή του σὲ κάθε παρατηρήσιμο χαρακτήρα ποὺ τὸν καθιστᾶ ἱκανὸ ν’ ἀναγνωρίζει διαφορὲς ἀνάμεσα σὲ μία φυλὴ ἢ ὑποφυλὴ καὶ σὲ ἄλλη.
Γιὰ νὰ ἐπεξηγηθεῖ αὐτό, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι, ὅταν κάποιος διερευνητὴς ἀποφασίζει νὰ ἐπιλέξει ἕνα σύνολο χαρακτήρων στὸ ὁποῖο νὰ βασισθεῖ, σὲ γενικὴ μελέτη διαφορῶν μεταξὺ φυλῶν, ἐπιλέγει πρὸς τοῦτο τρεῖς κρανιακοὺς χαρακτῆρες καὶ τρεῖς ποὺ ἀφοροῦν στὸ αἷμα, ὡς ἑξῆς: 1. κρανιακὴ χωρητικότητα, 2. τὸ μέγιστο πλάτος τοῦ κρανίου, 3. τὸ πλάτος του ἐκφραζόμενο ὡς ποσοστὸ πρὸς τὸ μῆκος του, 4. συχνότητα τοῦ γονιδίου AgM κατὰ τὸ σύστημα MNL, 5. συχνότητα τοῦ γονιδιακοῦ συμπλόκου AgNLB κατὰ τὸ ἴδιο σύστημα καὶ 6. συχνότητα τοῦ γονιδιακοῦ συμπλόκου CADAEA κατὰ τὸ σύστημα ρέζους (Rhesus).
Νειλοτίδης (Nilotid) |
Χρησιμοποιεῖ τοὺς χαρακτῆρες αὐτοὺς γιὰ νὰ προσδιορίσει ἂν ὑπάρχει ὁποιαδήποτε στατιστικὰ σημαντικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἰθαγενῶν πληθυσμῶν, μερῶν τῆς ἀνατολικῆς Ἀσίας ἀφενός, καὶ ἀπομακρυσμένων περιφερειῶν τῆς Αὐστραλίας ἀφετέρου. Κατὰ τὸ τεκμήριο καθενὸς ἀπ’ τοὺς ἕξι χαρακτῆρες ἀντιδιαστέλλει σαφῶς τοὺς πληθυσμοὺς τῶν δύο τούτων μερῶν τοῦ κόσμου. Δὲν προκαλεῖ ἔκπληξη αὐτό, καθὼς οἱ Μογγολίδες διαφέρουν καταφανῶς ἀπ’ τοὺς Αὐστραλίδες σὲ πολλοὺς χαρακτῆρες.
Τώρα, ὅμως, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ διερευνητὴς ἀποφασίζει νὰ συγκρίνει τοὺς ἴδιους πληθυσμοὺς τῆς ἀνατολικῆς Ἀσίας μ’ ἐκείνους ὁρισμένων μερῶν τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης, διὰ τῆς χρήσης τῶν ἰδίων ἕξι χαρακτήρων. Ἂν ἐπρόκειτο νὰ τὸ κάνει, θὰ ὑπέπιπτε σὲ σοβαρὸ σφάλμα.
Διότι, θὰ ἦταν ἀπίθανο νὰ βρεῖ στατιστικὰ σημαντικὴ διαφορὰ μεταξύ τους σὲ ὁποιονδήποτε ἀπ’ τοὺς ἕξι χαρακτῆρες, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ δύο αὐτὲς ὁμάδες ἀνθρώπων διαφέρουν τόσο ἡ μία ἀπ’ τὴν ἄλλη, ὥστε ὄχι μόνο διακρίνονται μὲ μία ματιὰ ἡ μία ἀπ’ τὴν ἄλλη ἀπὸ ἀνθρώπους ἐντελῶς ἀκατάρτιστους στὴ φυσικὴ ἀνθρωπολογία (χωρὶς νὰ λογαριάζεται ἡ μᾶλλον ἐλαφρὰ διαφορὰ στὸ χρῶμα τοῦ δέρματος), ἀλλὰ ἐντάσσονται ἀπὸ φυσικοὺς ἀνθρωπολόγους σὲ διαφορετικὲς φυλές, τὴ Μογγολίδεια καὶ τὴν Εὐρωπίδεια (στὴν Ἀλπινίδεια ὑποφυλὴ) ἀντίστοιχα [6. Τούτη ἡ παράγραφος καὶ οἱ τρεῖς προηγούμενες βασίζονται κυρίως σὲ δεδομένα ἐξηγμένα ἀπὸ πίνακες μετρήσεων καὶ συχνοτήτων δημοσιευμένους ἀπὸ τὸν G. M. Morant, “A Study of the Australian and Tasmanian Skulls Based on Previously Published Measurements” («Μία Μελέτη τῶν Αὐστραλιανῶν καὶ Τασμανικῶν Κρανίων Βασισμένη σὲ Προηγουμένως Δημοσιευμένες Μετρήσεις»), Biometrica, τ. 19, 1927, σ. 417 – 440· M. Reicher, “Untersuchungen über die Schädelform der abendlandischen und mongolischen Brachycephalen. 2. Vergleich der alpenlandischen brachycephalen Schädel mit den mongoliden” («Μελέτες ἐπὶ τοῦ Σχήματος τοῦ Κρανίου Δυτικῶν καὶ Μογγόλων Βραχυκεφάλων. 2. Σύγκριση τοῦ Ἀλπικοῦ Βραχυκεφαλικοῦ Κρανίου μὲ τὸ Μογγολίδειο»), Zeitschrift für Morphologie und Anthropologie, τ. 16, 1914, σ. 1 – 64· A. E. Mourant, The distribution of human blood groups (Ἡ Κατανομὴ τῶν Ἀνθρώπινων Ὁμάδων Αἵματος). Oxford Blackwell Scientific Publications, Ὀξφόρδη, 1954· καὶ I. Schwidetzky (ἐπιμελήτρια), Die neue Rassenkunde (Ἡ Νέα Φυλογνωσία), Gustav Fischer, Στουτγάρδη, 1962.
Πρέπει ν’ ἀναφερθεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχουν διαθέσιμοι ἀριθμοὶ γιὰ τὶς συχνότητες τοῦ γονιδίου AgM ἢ γιὰ ἐκεῖνες τῶν γονιδιακῶν συμπλόκων AgNLB ἢ CADAEA, μεταξὺ ἀνθρώπων πράγματι ταυτοποιημένων ὡς Ἀλπινιδῶν. Πρέπει κανεὶς νὰ σχηματίσει γενικὴ ἐντύπωση ἀπὸ τὰ δεδομένα ποὺ ἔχουν ἀποκτηθεῖ σὲ ἐκεῖνες τὶς χῶρες καὶ τὶς περιφέρειες στὶς ὁποῖες οἱ Ἀλπινίδες ἀποτελοῦν ὑπολογίσιμο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ.].
Τὸ μόλις δεδομένο παράδειγμα εἶναι ἀκραῖο, ἐσκεμμένα ἐπιλεγμένο ὥστε νὰ ἀπεικονίσει μία σημαντικὴ πηγὴ σφάλματος ποὺ προξενεῖ τὴν ἐλαχιστοποίηση ἢ παράβλεψη διαφορῶν μεταξὺ πληθυσμῶν. Πολυπληθέστεροι χαρακτῆρες ἐπιλέγονται κοινῶς γιὰ μελέτη σὲ ἐργασίες τοῦ εἴδους αὐτοῦ, καὶ ἡ διακύβευση διάπραξης τέτοιου σοβαροῦ σφάλματος ἐλαττώνεται κατὰ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀλλὰ δὲν ἐξαλείφεται.
Αὐστραλίδεια (Australid) |
Σὲ πολλὰ θηλαστικὰ ὑπάρχουν ἀξιόλογες διαφορὲς ἀπὸ φυλὴ σὲ φυλή, εἶναι ἀμφίβολο, ὅμως, ἂν ὑπάρχει ὁποιοδήποτε ἄλλο θηλαστικὸ οἱ φυλὲς τοῦ ὁποίου νὰ διαφέρουν τόσο πολὺ, ὅσο ἐκεῖνες τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη ὑπάρχει ἀκραιφνὴς διαφορὰ μεταξύ τους.
Πολλὲς ἀνθρώπινες ὑποφυλὲς διαφέρουν περισσότερο ἡ μία ἀπ’ τὴν ἄλλη ἀπ’ ὅσο οἱ φυλὲς ἄλλων θηλαστικῶν· οἱ Νορδίδες καὶ οἱ Ἀλπινίδες παρέχουν ἕνα παράδειγμα αὐτοῦ. Ἂν ὁ ἀναγνώστης κλίνει πρὸς ἀμφισβήτηση τῆς ἔκτασης τῶν φυσικῶν διαφορῶν στοὺς κόλπους τοῦ ἀνθρώπινου γένους, μπορεῖ νὰ στέρξει νὰ κοιτάξει τὸ κεφάλαιο πάνω στὴν ἀνατομία τῶν Σανιδῶν (Βουσμάνων) τῆς νοτίου Ἀφρικῆς, σὲ ἕνα βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε πρόσφατα [7. J. R. Baker, Race (Φυλή), Oxford University Press, Λονδίνο, 1974].
Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀμφιβάλλει ἂν ὑπάρχει ὁποιοδήποτε εἶδος ἄγριου θηλαστικοῦ στὸ ὁποῖο θὰ συνέβαινε διασταύρωση μεταξὺ φυλῶν, ἂν [οἱ φυλὲς αὐτοῦ] διέφεραν τόσο πολὺ κατὰ φυσικοὺς χαρακτῆρες ὅσο διαφέρουν ἐκεῖνες τοῦ ἀνθρώπινου γένους: οἱ φυλὲς θὰ εἶχαν γίνει ἀρκτικὰ (ὑπὸ διαμόρφωση) εἴδη.
Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ αὐτοεξημερωμένο ζῶο· καὶ ἡ ἐξημέρωση, στὸν ἄνθρωπο καὶ ἴδια σὲ ἄλλα θηλαστικά, τείνει νὰ μειώνει τὴν εὐαισθησία στὴν ἀναγνώριση τοῦ «ἰδίου εἴδους» κατὰ τὴν ἐπιλογὴ γενετήσιου συντρόφου [8. J. R. Baker, Μνημονευθείσα ἐργασία]. Ὑπὸ τὶς συνθῆκες τοῦ φυλετικοῦ (tribal) βίου ἢ ἄλλων μορφῶν τοπικοῦ διαχωρισμοῦ, σπανίζουν οἱ εὐκαιρίες γιὰ ὑβριδισμό, μὲ τὴν ἐξαίρεση τῶν παρυφῶν τῆς φυλετικῆς ἢ ὑποφυλετικῆς ἐπικράτειας.
Ὅταν ὅμως φυλὲς (tribes) μαζεύονται σὲ μεγαλύτερες κοινότητες καὶ γίνονται ἔτσι ἀρκετὰ δυνατὲς ὥστε νὰ περιπλανῶνται εὐρέως, ἀναφύονται συχνότερα εὐκαιρίες γιὰ διασταύρωση μεταξὺ λαῶν ποὺ διαφέρουν σημαντικὰ κατὰ φυσικοὺς χαρακτῆρες. Ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος δρᾶ πρὸς τὴν ἴδια κατεύθυνση μὲ τὴν ἐξημέρωση.
Ἤδη τὸ 1885 ὁ δόκτωρ John Beddoe [9. J. Beddoe, The Races of Britain: A Contribution to the Anthropology of Western Europe (Οἱ Φυλὲς τῆς Βρετανίας: Μία Συμβολὴ στὴν Ἀνθρωπολογία τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης), Arrowsmith, Bristol, 1885)], ἕνας Βρετανὸς ἀνθρωπολόγος, παρατηροῦσε ὅτι ἡ ἐπέκταση τῶν σιδηροδρόμων θὰ «συνέφυρε ἀξεδιάλυτα» τὶς ποικίλες ὑποφυλὲς (ἢ «φυλὲς», ὅπως τὶς ὀνόμαζε) τῆς Εὐρώπης. Ἂν καὶ τὴν σήμερον ἡμέρα μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ πολλοὺς τυπικοὺς Μεσογειίδες, Ἀλπινίδες καὶ Νορδίδες καθὼς ταξιδεύει διὰ μέσου τῆς δυτικῆς Εὐρώπης, δὲν διαλανθάνει τὴν προσοχή του ἡ ὑπολογίσιμη ἀναλογία ἀνθρώπων ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν σὲ ὁποιαδήποτε συγκεκριμένη ὑποφυλὴ ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρεῖς τῆς Εὐρωπίδειας φυλῆς.
Διναρίδης (Dinarid) |
Φαίνεται μᾶλλον δυνατὸ ὅτι ἂν οἱ παροῦσες τάσεις συνεχιστοῦν, ἀνθρωπολόγοι τοῦ ἀπώτερου μέλλοντος θὰ ἀναγνωρίσουν καὶ θὰ ὀνομάσουν μία τριπλὴ (ἢ πολλαπλὴ) ὑβριδικὴ ὑποφυλή. Ἡ ἴδια τάση πρὸς διυποφυλετικὴ συγχώνευση ἔχει λάβει χώρα σὲ μεγαλύτερη κλίμακα στὶς ἩΠἈ καὶ ἡ διασταύρωση ἔχει ὄντως προχωρήσει πολὺ περισσότερο σ’ ἐκείνη τὴ χώρα, καθὼς ἔχει μορφωθεῖ (σχηματιστεῖ) ἕνας μαζικὸς πληθυσμὸς διαφυλετικῶν ὑβριδίων.
Ἡ αὐτοεξημέρωση, ἐπικουρούμενη τοὺς πρόσφατους καιροὺς ἀπὸ τεχνολογικὲς προόδους, δὲν εἶναι ἡ μόνη δυσκολία μὲ τὴν ὁποία ὁ ταξινόμος ἔρχεται ἀντιμέτωπος κατὰ τὶς ἀπόπειρές του νὰ ταξινομήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὑπάρχει ἐπίσης τὸ γεγονὸς ὅτι, οἱ διαφορὲς ποὺ κανονικὰ λογίζονται ὡς φυλετικές, θὰ μποροῦσαν νὰ νοηθοῦν ὡς κατατασσόμενες πιὸ κατάλληλα σὲ κάποια ὑψηλότερη ταξινομικὴ βαθμίδα.
Αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ Κορμὸς [Truncus, λατινικὰ στὸ πρωτότυπο] τοῦ Peters [10. H. B. Peters, “Die wissenschaftlichen Namen der menschlichen Körperformgruppen: eine Zusammenstellung nach den internationalen Nomenklaturregeln” («Τὰ Ἐπιστημονικὰ Ὀνόματα τῶν Ἀνθρώπινων Ὁμάδων Σχήματος Σώματος: Μία Συλλογὴ κατὰ τοὺς Διεθνεῖς Κανόνες Ὀνοματολογίας»), Zeitschrift für Rassenkunde, τ. 6, 1937, σ. 211 – 241], στὴν ταξινόμηση τοῦ ὁποίου τέτοιες ταξινομικὲς ὁμάδες ὅπως οἱ Εὐρωπίδες, οἱ Μογγολίδες καὶ οἱ Νεγρίδες ἀνήκουν σ’ αὐτὴ τὴ βαθμίδα, ἐνῶ οἱ Νορδίδες, οἱ Μεσογειίδες καὶ οἱ Ἀλπινίδες συνιστοῦν φυλὲς ἀντὶ ὑποφυλῶν.
Ἐὰν αὐτὸ ἐπιτρεπόταν, τὸ «εἶδος» θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὡς παράταιρος ὅρος γιὰ μία ὁμάδα ἀρκτικῶν (ὑπὸ διαμόρφωση) εἰδῶν, ποὺ ἡ μερικὴ σύνδεση μεταξύ τους ἀποτελεῖ παρενέργεια τῆς ἐξημέρωσης. Ὁ μόνος ὅρος ποὺ μοιάζει προσήκων ἐπὶ τοῦ προκειμένου εἶναι τὸ πραγματικὸ γένος [Realgattung, γερμανικὰ στὸ κείμενο] τοῦ Kant [11. I. Kant, “Bestimmung des Begriffs einer Menschenrace” («Ὁρισμὸς τῆς Ἔννοιας Μίας Ἀνθρώπινης Φυλῆς»), 1785, ἀνατυπωμένο στὸ Kant’s gesammelte Schriften (Τὰ Ἅπαντα τοῦ Kant), τ. 8, Reimer, Βερολίνο, 1912] ποὺ τὸ ὅρισε ἁπλῶς ὡς ὁμάδα διασταυρώσεων.
Ὁ κύκλος μορφῶν [Formenkreis, γερμανικὰ στὸ κείμενο] τοῦ Kleinschmidt [12. O. Kleinschmidt (ἄτιτλη ἐργασία), Journal für Ornithologie, τ. 45, 1897, σ. 518 – 519· Die Formenkreislehre und das Weltwerden des Lebens (Ἡ Θεωρία τῶν Κύκλων Μορφῶν καὶ τὸ Παγκόσμιο Γίγνεσθαι τῆς Ζωῆς), Gebauer-Schwetschke, Halle-S., 1926] ἀποτελεῖ δυνατὴ (ἐφικτὴ) ἐναλλακτικὴ ἐπιλογή, καθότι πράγματι συμπεριλάμβανε ἀρκτικὰ (ὑπὸ διαμόρφωση) εἴδη· ἔχει, ὅμως, τὸ μειονέκτημα ὅτι τὸν ἐφάρμοσε ὄχι μόνο σὲ μορφὲς διασταυρώσεων, ἀλλὰ ἐπίσης σ’ ἐκεῖνες [τὶς μορφὲς] ποὺ ἀντικαθιστοῦσαν ἡ μία τὴν ἄλλη γεωγραφικά, πλὴν ὅμως δὲν διασταυρώνονταν.
Ὁ Kant ἀπέρριψε ἐντελῶς τὸν ὅρο «εἶδος», θεωρώντας τὸν προϊὸν ἐκείνου ποὺ ἀποκάλεσε μᾶλλον περιφρονητικὰ ὡς σχολαστικὸ σύστημα [Schulsystem, γερμανικά] [13. I. Kant, “Von den verschiedenen Racen der Menschen” («Περὶ τῶν Διαφορετικῶν Φυλῶν τοῦ Ἀνθρώπου»), 1775, ἀνατυπωμένο στὸ Kant’s gesammelte Schriften (Τὰ Ἅπαντα τοῦ Kant), τ. 2, Reimer, Βερολίνο, 1912].
Σανίδεια (Sanid) |
Σὲ τοῦτο τὸ συγκεκριμένο θέμα, λίγοι σημερινοὶ ταξινόμοι εἶναι πιθανὸ νὰ συμφωνήσουν μὲ τὸ μεγάλο φιλόσοφο· ἀλλὰ μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι παράλογο νὰ θεωρηθεῖ τὸ πραγματικὸ γένος [Realgattung, γερμανικὰ] ὡς ὁ κατάλληλος ταξινομικὸς ὅρος πρὸς ἀντικατάσταση τοῦ «εἴδους» στὴν περίπτωση τοῦ Homo sapiens.
Οἱ ἰδέες ποὺ διατυπώνονται στὴν ἐργασία τούτη μπορεῖ νὰ συνοψισθοῦν βραχυλογικὰ ὡς ἑξῆς. Ὁρισμένες μέθοδοι ποὺ χρησιμοποιοῦνται τὸν παρόντα καιρὸ στὴν ἀνθρωπολογικὴ ἔρευνα ὁδηγοῦν σχεδὸν ἀναπόφευκτα σὲ μία ὑποεκτίμηση τῆς πραγματικότητας τῆς φυλῆς.
Ἡ ἔννοια τῆς φυλῆς, κατὰ τὴν ἐφαρμογή της στὸν ἄνθρωπο, εἶναι πράγματι ἔγκυρη· ὄντως, τὸ ζήτημα δὲν εἶναι ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπορρίψουμε τὴν ἔννοια, ἀλλὰ ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναβαθμίσουμε τὴ φυλὴ σὲ ὑψηλότερη ταξινομικὴ βαθμίδα· διότι οἱ φυλὲς τοῦ ἀνθρώπου, στὶς τυπικές τους μορφές, διαφέρουν περισσότερο ἡ μία ἀπ’ τὴν ἄλλη κατὰ φυσικοὺς χαρακτῆρες ἀπ’ ὅσο διαφέρουν ἐκεῖνες ἕτερων θηλαστικῶν.
Οἱ βαθμοὶ διαφορᾶς μεταξὺ πολλῶν ἀνθρωπίνων ὑποφυλῶν τῆς ἴδιας φυλῆς (ἐπὶ παραδείγματι, ἐκεῖνοι μεταξὺ ἑνὸς Νορδίδη καὶ ἑνὸς Ἀλπινίδη) ἀντιστοιχοῦν πλησιέστερα πρὸς ἐκείνους ποὺ χωρίζουν τὶς φυλὲς τῶν περισσοτέρων εἰδῶν θηλαστικῶν.
Μπορεῖ νὰ εἶναι βέλτιστο, ἴσως, νὰ θεωροῦνται τὰ ὑποείδη ἢ οἱ φυλὲς τοῦ ἀνθρώπου ὡς δυνητικὰ ἀρκτικὰ (ὑπὸ διαμόρφωση) εἴδη, ποὺ ἔχουν ἀναμιχθεῖ μεταξύ τους κατὰ μία ποσότητα διασταυρώσεων ποὺ δὲν θὰ εἶχαν λάβει χώρα μεταξὺ τῶν ἀρκτικῶν (ὑπὸ διαμόρφωση) εἰδῶν ὁποιουδήποτε ἄγριου θηλαστικοῦ. Ἡ ἔκταση αὐτῆς τῆς διασταύρωσης πρέπει ν’ ἀποδοθεῖ στὴν ἐξημέρωση, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ, στὸν ἄνθρωπο ὅπως καὶ σὲ ἄλλα ζῶα, σὲ μείωση τῆς εὐαισθησίας κατὰ τὴν ἐπιλογὴ γενετήσιων συντρόφων.
Ἐναπόκειται στοὺς ἄνδρες καὶ τὶς γυναῖκες τῆς παρούσας ἡμέρας καὶ τοῦ μέλλοντος ν’ ἀποφασίσουν ἂν, κάποια ἐκούσια περιστολὴ τῆς ἐπιγαμίας μεταξὺ stirpes* ποὺ ἀποκλίνουν εὐρέως, θὰ δροῦσε πρὸς ὄφελος τοῦ πραγματικοῦ γένους [Realgattung, γερμανικὰ] τῆς ἀνθρωπότητας.
* Ἡ λέξη “stirps” (πληθυντικὸς stirpes) ἔχει εἰσαχθεῖ πρόσφατα ὡς περιληπτικὸς τεχνικὸς ὅρος γιὰ νὰ καλύψει τὴν φυλή, τὴν ὑποφυλὴ καὶ τὴν τοπικὴ μορφή, ὁπουδήποτε δὲν ἐπιθυμεῖται νὰ καθορισθεῖ ὁποιαδήποτε συγκεκριμένη ἀπὸ αὐτὲς τὶς τρεῖς ταξινομικὲς ὁμάδες (J. R. Baker, Μνημονευθείσα ἐργασία). Ἂν ὁ ὅρος Κορμὸς [Truncus, λατινικὰ] εἶναι ἀποδεκτός, πρέπει νὰ συμπεριληφθεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς ὑπὸ τὸ γενικὸ ὅρο stirps.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου