Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Ezra Pound, Canto LXXII (οβ΄): Presenza (Παρουσία)



Canto LXXII (οβ΄): Presenza (Παρουσία)


Μετάφραση - Σχόλια: Βαγγέλης Κάσσος


Φτάνει νὰ θυμηθεῖς αὐτὸ τὸ βρωμοπόλεμο
Ὥστε μερικὰ γεγονότα νὰ βγοῦν στὴν ἐπιφάνεια. Στὴν ἀρχὴ, ὁ Θεὸς
Ὁ μεγάλος ἐστέτ, ἀφοῦ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ,
Ὕστερα τὴν ἡφαιστειακὴ δύση, ἀφοῦ ζωγράφισε
Τὰ βράχια μὲ λειχῆνες καθὼς οἱ Γιαπωνέζοι,
Χέζοντας ἔβγαλε τὸ μεγάλο τοκογλύφο Σατανᾶ - Γηρυόνη, πρότυπο
Τῶν ἀφεντικῶν τοῦ Τσῶρτσιλ. Καὶ τώρα μοὔρχεται νὰ τραγουδήσω
Σὲ ἄξεστη ἀργκὸ (non a (h)antar ‘oscano) νὰ πῶ ὅτι
Μετὰ τὸν θάνατό του ὁ Φίλιππο Τομάζο μὲ πλησίασε λέγοντας:
«Ἔ, λοιπόν πέθανα,
Μὰ δὲ θέλω νὰ πάω στὸν Παράδεισο, θέλω ἀκόμη ν’ ἀγωνιστῶ.
Θέλω τὸ σῶμα σου, γιὰ νὰ πολεμήσω κι ἄλλο.»
Κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα: «Τὸ σῶμα μου εἶναι πιὰ γερασμένο, Τομάζο
Κι ἔπειτα ἐγὼ τί θὰ γινόμουν; Τὸ χρειάζομαι τὸ σῶμα αὐτό.
Θὰ σοῦ δώσω ὡστόσο, μιὰ θέση μέσα στὸ Κάντο κι ὁ λόγος ἄς εἶναι δικός σου
Ἂν, ὅμως, θέλεις κι ἄλλο νὰ πολεμήσεις, ἐμπρός πιάσε ἕναν νεαρὸ
Ἄδραξε ἕνα κοπέλι ἄκαπνο κι ἀλαφρόμυαλο
Δώστου λίγο κουράγιο, δώστου λίγο μυαλό,
Χάρισε στὴν Ἰταλία ἕναν ἥρωα παραπάνω
Ἔτσι θὰ μπορέσεις νὰ ξαναγεννηθεῖς, νὰ γίνεις πάνθηρας,
Νὰ γνωρίσεις δύο ζωές καὶ μιὰ φορὰ ἀκόμη νὰ πεθάνεις,
Καὶ νὰ πεθάνεις ὄχι Viejo στὸ κρεβάτι,
μὰ νὰ πεθάνεις μέσα στῆς μάχης τὴ χλαλοὴ
Μόνον ἔτσι θὰ κερδίσεις τὸν Παράδεισο.

Ἤδη πέρασες τὸ Καθαρτήριο
Μετὰ τὴν προδοσία τῆς εἰκοστῆς πρώτης Σεπτεμβρίου,
Τὶς μέρες ἐκεῖνες τῆς καταστροφῆς.
Πήγαινε λοιπόν! Πήγαινε καὶ ξαναγίνε ἥρωας.
Ἄσε νὰ μιλήσω ἐγὼ
Ἄφησέ μὲ νὰ ἐξηγηθῶ,
νὰ φτιάξω τὸ τραγούδι τοῦ αἰώνιου πολέμου
Ἀνάμεσα σὲ φῶς καὶ σὲ λάσπη.
Ἀντίο, Μαρινέττι!
Κι ἔλα νὰ μᾶς μιλήσεις ξανά, ὅταν θελήσεις».
«ΠΑΡΩΝ»
Κι ὕστερα ἀπ’ αὐτή, τὴ δυνατὴ κραυγή, δυσαρεστημένος προσθέτει:
«Πολὺ παρασύρθηκα ἀπ’ τὴν κούφια ματαιοδοξία
Ἀγάπησα τὰ θεάματα περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι τὴ σοφία
Δὲ γνώρισα τοὺς σοφοὺς τῆς ἀρχαιότητας καὶ ποτὲ δὲ διάβασα
Οὔτε μιά λέξη ἀπ’ τὸν Κομφούκιο ἢ τὸν Μένκιο.
Ἐγὼ τραγούδησα τὸν πόλεμο, ἐσὺ θέλησες τὴν εἰρήνη,
Τυφλοὶ κι οἱ δυό μας!
ἐγὼ ἔχασα τὴν ἐσωτερικότητα, ἐσὺ τὸ σημερινό».
Καὶ μοῦ μιλοῦσε
Χωρὶς νὰ μ’ ἐμπιστεύεται, ἀπὸ μακριά,
Ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του μιλοῦσε μὲ τὸ ἄλλο
Τὸ ἀποκεντρωμένο καὶ ἀπὸ γκρίζα
Ἡ σκιά του ἔγινε πιὸ γκρίζα
Μέχρι ποὺ μία ἄλλη νότα
Βγῆκε ἀπὸ τὴν ἄδεια καὶ διάφανη κοιλότητα:
«Ἀπ’ τὰ ρουθούνια πετάγονται πνεύματα φλογισμένα»
Κι ἐγώ:

«Τορκουάτο Ντάτσι, ἦλθες ἐδῶ
καὶ νανουρίζεις τοὺς στίχους
Ποὺ μετάφρασες πρὶν εἴκοσι χρόνια, γιὰ νὰ ξυπνήσεις τὸν Μουσσάτο;
Ἐσὺ ποὺ ταίριαζες τόσο μὲ τὸν Μαρινέττι
Στὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη ποὺ δείχνατε, ἐκεῖνος γιὰ τὸ μέλλον
Ἐσὺ γιὰ τὸ παρελθόν.
Ὑπερβολικὲς ἐπιθυμίες ὑπερβολικὰ ἀποτελέσματα φέρνουν.
Τὸ ὑπερβολικὸ εἶναι ὑπερβολικό, δυστυχῶς. Ἤθελε ὅλα νὰ τὰ καταστρέψει
Καὶ τώρα νά, ἐρείπια πιὸ πολλὰ ἀπ’ ὅσα ἐκεῖνος θέλησε».
Ἀλλὰ τὸ πρῶτο πνεῦμα ἀνυπόμονο
Καθὼς ἐκεῖνος ποὺ φέρνει νέα ἐπείγοντα
Καὶ τὴν παραμικρὴ ἀργοπορία δὲν ὑπομένει
Ξαναπῆρε τὸ λόγο κι ἐγὼ μεμιᾶς ἀναγνώρισα τὴ φωνὴ τοῦ Μαρινέττι
Σὰ ν’ ἀκουγόταν ἀπ’ τὸ Λουνγκοτέβερε, στὴν Πιάτσα Ἀντριάνα:
«Ἐμπρός! Ἐμπρός!
Ἀπὸ τὸ Μακαλὲ ἕως τὰ πέρατα
Τοῦ Γκόμπι, λευκὴ πάνω στὴν ἄμμο, μιὰ νεκροκεφαλὴ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ
Καὶ τραγουδᾶ καὶ τραγουδάει, δίχως σταματημό:
- Ἀλαμέιν! Ἀλαμέιν!
Θὰ ξαναγυρίσουμε!
ΕΜΕΙΣ θὰ ξαναγυρίσουμε! – »
«Τὸ πιστεύω» τοῦ εἶπα,
Καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ μαλάκωσε κάπως τὴν ψυχή.

Ἀλλὰ τὸ ἄλλο πνεῦμα ξανάπιασε τὴν ἐπωδὸ
μὲ τὰ λόγια:
«λίγο μικρότερος ἀπὸ ἕναν ταῦρο»
(ποὺ εἶναι στίχος τοῦ Ἐκκερίνου
μεταφρασμένος ἀπ’ τὰ λατινικά).
Καὶ ἄφησε τὸ στίχο
ἀτελείωτο.
Γιατὶ ὁ ἀέρας ἄρχισε νὰ τρέμει καὶ μαζὶ ἡ σκιὰ
Μὲ θόρυβο
Κι ὅπως ὁ κεραυνὸς ποὺ ἡ βροχὴ ἐμποδίζει
Ἐκτόξευε φράσεις δίχως νόημα. Ὥσπου, μὲ τριγμό,
Ὅπως σὲ σκάφος βυθισμένο, ὅταν τὸ συναντᾶ ἡλιαχτίδα,
Καθὼς αὐτὴ διασχίζει τὸ θάνατο
καὶ σὲ κάθε περίπτωση λύπη μεγάλη,
Ἄκουσα μία τσιριχτὴ κραυγή:
«Ἡ συκοφαντία εἶναι πάντοτε τὸ ὅπλο τῶν Γουέλφων
Ἡ συκοφαντία ἀνέκαθεν.
Μαίνεται ὁ πόλεμος μέσα στὴ Ρομάνια.
Τὰ σκατὰ φτάνουν ὥς τὴ Μπολόνια
Μὲ τὸ βιασμὸ καὶ τὴν πυρκαγιά, καὶ ὅπου τὰ ἄλογα βουτᾶνε
Ἐκεῖ καὶ οἱ Μαροκινοὶ καὶ ἄλλα σκουπίδια
Ποὺ ντρέπεσαι νὰ ὀνομάσεις,
Μιὰ καὶ ἡ θαμμένη σκόνη σηκώνεται
Μέσα στὴν ἄβυσσο, κινεῖται καὶ σφυρίζει,
Καί, γιὰ νὰ διώξει τοὺς ξένους, βιάζεται
Νὰ ξαναβγεῖ στὸ φῶς.
Ἀπὸ βρωμιὲς εἶδα πολλὲς στὰ χρόνια μου,

Ἡ ἱστορία εἶναι γεμάτη βρωμερές περιπτώσεις
Κάποιων που πρόδωσαν πόλη ἢ ἐπαρχία
Μὰ ἐκεῖνο τὸ ἐξάμβλωμα
ὅλη τὴν Ἰταλία πούλησε καὶ τὴν Αὐτοκρατορία!
Τὸ Ρίμινι καμένο καὶ ρημαγμένο τὸ Φορλί,
Ποιὸς θὰ δεῖ τώρα τὸ μνῆμα τοῦ Γεμιστοῦ
Ποὺ τόσο σοφὸς ὑπῆρξε ἂν καὶ Ἕλληνας;
Οἱ ἀψίδες γκρεμισμένες καὶ οἱ τοῖχοι φριχτὰ πυρπολημένοι
Γύρω ἀπ’ τὴ μυστηριώδη κλίνη τῆς θεϊκῆς Ἰζόττα...»
«Μὰ ποιὸς εἶσαι;» φώναξα
Τ’ ἀφηνιασμένο πάθος του ἀντικόβοντας,
«Μήπως εἶσαι ὁ Σιγισμοῦνδος
Ὅμως ἐκεῖνος μὲς στὴν ὀργή του
Πιὰ δὲν ἄκουγε:
«Πιὸ γρήγορα ἡ Ἁγία Ἕδρα θὰ ἐξαγνιστεῖ
Ἀπὸ ἕναν Βοργία παρὰ ἀπὸ ἕναν Πατσέλλι.
Ὁ Σέξτος ἦταν γιὸς μιανοῦ τοκογλύφου
Κι ἡ συμμορία τους ὅλη
Ἄξιοι ἀκόλουθοι τοῦ ἐξωμότη Πέτρου
Χόντρυναν ἀπ’ τὴν τοκογλυφία καὶ τὰ ζουμερὰ συμβόλαια!
Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ μουγκρίζουν λέγοντας πὼς ὁ Φαρινάτσι
Ἔχει τὰ χέρια κακομαθημένα, γιατὶ εἶναι διαβόλου κάλτσα.
Ἔχει τὸ ἔνα χέρι του κακομαθημένο, μὰ μὲ τὸ  ἄλλο τόσα πρόσφερε,
Πρέπει κι αὐτὸς νὰ μοιραστεῖ τὴ δόξα τῶν ἡρώων
Καὶ εἶναι τόσοι: ὁ Τέλλερα, ὁ Μαλέττι,
Μίελε, ὁ ντὲ Κάρολις καὶ ὁ Λορεντζίνι,
Γκουίντο Πιατσέντζα, ὁ Ὄρσι καὶ ὁ Πεντριέρι,

Καὶ ὁ Μπαλντάσσαρε, ὁ Μπορσαρέλλι καὶ ὁ Βολπίνι,
Γιὰ νὰ ἀναφέρω μόνο τοὺς στρατηγούς.
Ὁ Κλεμέντε ἦταν γιὸς τραπεζίτη
Καὶ ὁ Ντέτσιμο Λεόνε γεννημένος ἀπὸ ἕναν τοκογλύφο...»
«Ποιὸς εἶσαι;» φώναξα.
«Ὁ Ἐτσελίνο εἶμαι, αὐτὸς ποὺ ποτὲ δὲν πίστεψε
ὅτι ὁ κόσμος πλάστηκε ἀπὸ ἕναν ἑβραῖο.
Ἂν ἀπὸ κάποια ἄποψη ὑπῆρξα ἔνοχος
αὐτὸ σήμερα λίγο ἐνδιαφέρει.
Μὲ πρόδωσε αὐτὸς ποὺ ὁ φίλος σου ἔχει μεταφράσει.
Δηλαδὴ ὁ Μουσσάτο ποὺ ἔγραψε
ὅτι εἶμαι γιὸς τοῦ Ὄρκο,
Κι ἂν τέτοια ἀπάτη τὴν πιστεύεις
Ἀρκεῖ ἕνα καρότο, γιὰ νὰ σὲ κάνει γάιδαρο.
Ὁ ὄμορφος Ἄδωνις σκοτώθηκε ἀπὸ ἕνα ἀγριογούρουνο
Γιὰ νὰ κάνει τὴν ὡραία Κύπριδα νὰ κλάψει.
Ἂν ἔκανα τὴ λογικὴ παιχνίδι
Θὰ ἔλεγα ὅτι ἕνας ταῦρος προορισμένος γιὰ σφαγὴ
Ἢ γιὰ τὴ ζωολογία ἀξίζει ὅσο κι ἕνα περιστέρι
Κι αὐτὸς ποὺ χαίρεται κι εὐχαριστιέται μὲ τοὺς μύθους
Θὰ πεῖ ὅτι τὸ ζῶο δὲν κάνει τὴ θρησκεία.
Ἕνα μονάχα σφάλμα μετράει σ’ αυτὸ τὸν ἀνήλεο κόσμο
Πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ προτερήματά μου: ὅλα! Ἀράχνη, ἀράχνη βρωμερή!
Βγάλε μου τὸ ἀγρίμι αὐτὸ ἀπ’ τὴ μονιά του.
Ἂν δὲν εἶναι ἔτσι:
Τὸ ἀνθρώπινο κτῆνος ἀγαπάει τὸ χαλινάρι;
Ἐὰν ὁ αὐτοκράτορας εἶχε κάνει πράγματι τὴ δωρεὰ ἐκείνη,
Τὸ Βυζάντιο θὰ εἶχε γίνει ἡ μητέρα τῆς ἀναταραχῆς,

Θὰ τὸ εἶχε κάνει δίχως τύπους κι ἔξω ἀπὸ τὸ νόμο,
Ξεκόβοντας ἀπ’ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ δίκιο
Κι ὁ ἴδιος ὁ Καίσαρας δὲν κόπηκε στὰ δυὸ
Κι ὁ Πέτρος δὲν ἔγινε πέτρα προτοῦ ὁ Αὔγουστος
Ὅλη τὴν ἀρετὴ ἀποκτήσει καὶ τὴν ἐξουσία.
Αὐτὸς ποὺ δίνει σύμφωνα μὲ τὸ νόμο εἶναι ὁ μόνος κάτοχος,
Κι ὁ Φλωρεντινὸς πολλὰ διδάχτηκε ἀπ’ τὴν ὑπόθεση τῶν Γιβελλίνων».
Καὶ σὰν τὰ κύματα πολλῶν μαζὶ πομπῶν
Στ’ αὐτιά μου ἔφτασαν
Φωνὲς μπερδεμένες καὶ ψίχουλα φράσεων
Καὶ κοντραποῦντο τὸ τραγούδι τῶν πουλιῶν
Μέσα στὸ καλοκαιρινὸ πρωί,
κι ὅλα αὐτὰ διαπερνῶντας
Σὲ τόνο γλυκὸ ἀκούστηκε:
«Ἡ Πλατσίντια ἤμουν, πλάγιαζα στὸ χρυσάφι».
Καὶ ἀκουγόταν μουσικὴ σὰν νὰ παιζόταν ἀπὸ χορδὴ καλοτεντωμένη.
«Μελαγχολία γυναίκας καὶ γλύκα»...
ἄρχισα ἐγὼ
Ἀλλὰ τὸ δέρμα μου μαζεύτηκε
Ἀνάμεσα στοὺς ὤμους,
καὶ ἡ γροθιά μου πιάστηκε
Σ’ ἕνα κορδόνι σιδερένιο
κι ἔτσι ποὺ ἤμουν δὲν μποροῦσα νὰ κουνήσω
Μήτε τὸ χέρι μήτε τὸν ὦμο, καὶ ξάφνου εἶδα
μιὰ φούχτα δίχως χέρι νὰ μοῦ ἁρπάζει τὴ γροθιὰ
Καὶ νὰ μὲ κρατάει ἀκίνητο, καθὼς τὸ καρφὶ στὸν τοῖχο.
Ἂς μὲ πάρει ἂν θέλει γιὰ τρελὸ ὅποιος ποτὲ δὲν ἔνιωσε τὸ ἴδιο.

Κι ἔπειτα ἡ φωνὴ ποὺ πρὶν ἦταν λυσσασμένη,
Μοῦ λέει ἄγρια, λέω ἄγρια, ὄχι ἐχθρικὰ
Κάθε ἄλλο, ἦταν σχεδὸν πατρική, καθὼς εἶναι κάποιος ποὺ ἐξηγεῖ
Στὴ μέση τῆς μάχης σὲ ἕναν ἄπειρο νέο τί πρέπει νὰ κάνει:
«Ἡ ἐπιθυμία εἶναι παλιά, ἀλλὰ τὸ χέρι καινούργιο.
Πρόσεξε! Πρὶν ξαναγυρίσω στὴ νύχτα,
Πρόσεξέ με.
Ἐκεῖ ποὺ τραγουδᾶ ἡ νεκροκεφαλὴ
Θὰ γυρίσουν οἱ φαντάροι, οἱ σημαῖες ξανὰ θὰ γυρίσουν».

Ezra Weston Loomis Pound


Γεώργιος Γεμιστὸς Πλήθων

Σημειώσεις


Γηρυόνης: γιὸς τῆς Καλλιρρόης καὶ τοῦ Χρυσάορος, γίγαντας μὲ τρεῖς κορμοὺς καὶ τρία κεφάλια. Κυβερνοῦσε τὸ νησὶ Ἐρύθεια, κοντὰ στὴ σημερινὴ Ἰσπανία. Τὸν τόξευσε ὁ Ἡρακλῆς, γιὰ νὰ τοῦ κλέψει τὰ κόκκινα βόδια καὶ νὰ τὰ φέρει στὶς Μυκῆνες.

Non a (h)antar ‘oscano: στὴν τοσκανικὴ διάλεκτο τὸ c παθαίνει δάσυνση καὶ γίνεται h. (Ἀποβολὲς φωνηέντων ἢ συμφώνων, καθὼς καὶ ἄλλες φωνητικὲς ἀλλοιώσεις εἶναι συνηθισμένες στὴ διάλεκτο αὐτή).

Φίλιππο Τομάζο: τὰ μικρὰ ὀνόματα τοῦ Μαρινέττι (1876 – 1944), ποιητῆ, ἱδρυτῆ τοῦ ἰταλικοῦ φουτουρισμοῦ καὶ ἔνθερμου ὑποστηρικτῆ τοῦ φασισμοῦ.

Ἄδραξε ἕνα κοπέλι: ἀπόδοση τοῦ τοσκανικοῦ “Pigiate hualche ziovinozz” ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Πάουντ στὴ θέση τοῦ “Pigliate qualche giovanotto”.

Προδοσία τῆς 21ης Σεπτεμβρίου: Ἂν καὶ μοιάζει ἀπίστευτο, ὡς προδοσία πρέπει νὰ ἐννοεῖ ὁ Πάουντ τὴν κατάληψη τοῦ Ρίμινι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες (!), ποὺ ἔγινε στὶς 21 Σεπτεμβρίου 1944.

Ἡ ἐκδοχὴ αὐτὴ συμφωνεῖ ἀπόλυτα μὲ τὸ περιεχόμενο κάποιων ἄλλων στίχων τοῦ ἴδιου Κάντο. Σ’ αὐτοὺς τούς, πολὺ ὑβριστικούς, στίχους, ὁ Πάουντ ἀποκαλεῖ τὴν Ἑλλάδα «ἐξάμβλωμα» καὶ θεωρεῖ ὅτι αὐτὴ «πούλησε» (!) τὴν Ἰταλία ὁλόκληρη καὶ τὴν Αὐτοκρατορία». Προφανῶς, μὲ τὶς νίκες της στὴν Ἀλβανία καὶ τὸ Ρίμινι!

Στοὺς ἀμέσως ἑπόμενους στίχους, ὁ Πάουντ θεωρεῖ ἀσυμβίβαστη τὴν ἰδιότητα τοῦ σοφοῦ μὲ τὴν ἑλληνικὴ φυλὴ καὶ ταυτόχρονα ἀμφιβάλλει ἂν ὁ Γεμιστὸς ἦταν Ἕλληνας!

Μένκιος: ὁ Κινέζος φιλόσοφος Μὲνγκ-Τσοὺ ἢ Μένγκτσι (372 – 289), ὀπαδὸς τοῦ Κομφούκιου. Συγγραφέας μιᾶς φημισμένης πραγματείας γιὰ τὴν ἠθική. Ἔγραψε ποίηση καὶ πρόζα, σ’ ἕνα στὺλ ποὺ ἐκτιμήθηκε γιὰ τὴν καθαρότητά του.

Τορκουάτο Ντάτσι: φίλος τοῦ Πάουντ, ποιητὴς καὶ διευθυντὴς τῆς Μαλατεστιανῆς βιβλιοθήκης στὸ Ρίμινι καί, κατόπιν, τῆς βιβλιοθήκης Κουερίνι Σταμπάλια στὴ Βενετία. Τὸ 1914 μετάφρασε (ἀπὸ τὰ λατινικὰ στὰ ἰταλικὰ) τὴν τραγωδία “Eccerinus” τοῦ Ἀλμπερτίνο Μουσάτο. Ὁ Ντάτσι μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Πάουντ καὶ στὸ πρῶτο Κάντο τῆς Πίζας (LXXIV).

Μουσσάτο: συμβολαιογράφος καὶ συγγραφέας (1261 – 1329). Γνωστὸς κυρίως ἀπὸ τὴν τραγωδία “Eccerinus” ποὺ ἔγραψε στὰ λατινικά, ἀκολουθώντας τὴ μετρικὴ τοῦ Σενέκα καὶ σκοπεύοντας φανερὰ νὰ ἀνασυστήσει τὸ κλασσικὸ θέατρο. Ὑπῆρξε φλογερὸς πατριώτης καί, ὅπως ὁ Δάντης, ὀραματίστηκε κι αὐτὸς μιὰν ἑνωμένη Ἰταλία.

Μακαλέ: πόλη τῆς Αἰθιοπίας, ὅπου εἶχαν φτάσει (Νοέμβριος 1935) τὰ στρατεύματα τοῦ Μουσολίνι.

Γκόμπι: μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἐρήμους στὸν κόσμο (τὸ μῆκος της ξεπερνᾶ τὰ 1500 χιλιόμετρα καὶ τὸ πλάτος της κυμαίνεται μεταξὺ 500 καὶ 900 χιλιομέτρων). Βρίσκεται στὰ νότια τῆς Μογγολίας καὶ ἐκτείνεται καὶ στὸ κινεζικὸ τμῆμα τῆς Μογγολίας.

Ἔλ Ἀλαμέιν: στὴν περιοχὴ αὐτὴ τῆς Αἰγύπτου, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Ἄξονας ἔχασε μιὰ ἀπὸ τὶς κρισιμότερες μάχες τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Νοέμβριος 1942).

Γουέλφοι: ὄνομα μιᾶς γερμανικῆς οἰκογένειας (Welf) ποὺ πῆρε τὸ μέρος τοῦ Πάπα. Στὴν Ἰταλία, τὸ ὄνομα αὐτὸ δόθηκε γενικὰ στοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Πάπα. Οἱ Γουέλφοι ἦταν ἐχθροὶ τῶν Γιβελίνων (ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Γερμανοῦ αὐτοκράτορα Weibelingen), ποὺ ὑποστήριζαν τὸν αὐτοκράτορα τῆς Γερμανίας.

Γεμιστός: ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἢ Πλήθων (1355 – 1453), νεοπλατωνικὸς φιλόσοφος, ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολυμαθέστερους ἄντρες τῆς ἐποχῆς του. Ἔζησε στὸν Μυστρὰ καὶ γνώρισε ἐξαιρετικὲς τιμὲς ἐκ μέρους τῶν Παλαιολόγων. Δίδαξε πλατωνικὴ φιλοσοφία στὴ Φλωρεντία. Ἔγραψε πολλὰ ἔργα, ὄχι μόνο φιλοσοφικά, ἀλλὰ καὶ ἀστρονομικὰ καὶ γεωγραφικά. Κυριότερα ἔργα του εἶναι: «Περὶ ὦν Ἀριστοτέλης πρὸς Πλάτωνα διαφέρεται», «Περὶ τῶν ἐν Πελοποννήσῳ πραγμάτων», «Περὶ νόμων», κ.ἄ. Ὁ ἄρχοντας τοῦ Ρίμινι Σιγισμοῦνδος Μαλατέστα μετέφερε τὰ ὀστά του Γεμιστοῦ ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο στὸ Ρίμινι.

Ἰζόττα: στὴν ἀρχὴ ἐρωμένη καὶ κατόπιν τρίτη σύζυγος τοῦ Σιγισμούνδου Μαλατέστα. Λέγεται ὅτι τὸ περίφημο Tempio Malatestiano κτίστηκε πρὸς τιμήν της περισσότερο παρὰ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Φραγκίσκου, στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένο.

Σιγισμοῦνδος: ὁ Σιγισμοῦνδος Παντόλφο Μαλατέστα (1417 – 1468), ἄρχοντας τοῦ Ρίμινι. Πολέμησε ἐναντίον τοῦ Πάπα Πίου ΙΙ, ἀλλὰ νικήθηκε (1461) καί, μετὰ τὸν ἀφορισμό του καὶ τὴν ἐκστρατεία δυσφήμησης ἐναντίον του, ἀναγκάστηκε νὰ συνθηκολογήσει. Ὑπῆρξε οὐμανιστὴς καὶ προστάτης τῶν διανοουμένων.

Ἡ παρουσία τοῦ Σιγισμούνδου Μαλατέστα κυριαρχεῖ μέσα στὰ Cantos VIII – XI.

Στὴν προσωπικότητα αὐτὴ ὁ Πάουντ βλέπει τὴν ἐνσάρκωση τῆς δύναμης καὶ τῆς σοφίας, τὸν προστάτη τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν, ποὺ ἦταν τὸ ἰδανικὸ τῆς Ἀναγέννησης.

Ὡς νεότερο ἰσοδύναμο τοῦ Μαλατέστα θεώρησε ὁ Πάουντ τὸν Μουσσολίνι. Σύμφωνα μὲ μιὰ πληροφορία, τὰ Cantos LXXII – LXXIII, ποὺ ἀργότερα ἀποσιωπήθηκαν, ἔστειλε ὁ Πάουντ στὸν Μουσσολίνι, μαζὶ μὲ ἕνα γράμμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἔθετε τὸ ταλέντο του στὴ διάθεση τοῦ «νεότερου Μαλατέστα».

Βοργίας: οἱ Βοργίες ἦταν οἰκογένεια ἀραγωνικῆς καταγωγῆς ποὺ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν Ἰταλία κατὰ τὸν 15ο καὶ 16ο αἰ. Ἡ τύχη τῆς οἰκογένειας ἄνοιξε μὲ τὴν ἐκλογὴ στὸν παπικὸ θρόνο τοῦ Ἀλόνσο (1378 – 1458), ὁ σκανδαλώδης νεποτισμὸς τοῦ ὁποίου ἐνίσχυσε πολὺ τὴ θέση τῆς οἰκογένειας στὴν Ἰταλία. Ἕνας ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλόνσο ἔφτασε κι αὐτὸς στὸ παπικὸ ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο ἄσκησε ὡς Ἀλέξανδρος ΣΤ΄ (1492 – 1503). Γιὸς τοῦ τελευταίου ἦταν ὁ περιβόητος Καίσαρ Βοργίας, ποὺ ἐνέπνευσε τὸν Μακιαβέλλι στὸν «Ἡγεμόνα» του.

Πατσέλλι: ὁ Πάπας Πίος ΧΙΙ (1876 – 1958). Καταδίκασε τὸ φασισμὸ καὶ τὸ ναζισμὸ ἀλλὰ οἱ μέθοδοι ποὺ χρησιμοποίησε, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς διωγμοὺς καὶ γιὰ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἀξία, ἔγιναν στόχος πολεμικῆς. Καταδίκασε, ἐπίσης, τὸ μαρξισμό, τὸν ἄθεο ὑπαρξισμὸ καὶ τὸ φροϋδισμό.

Φαρινάτσι: Ἰταλὸς δημοσιογράφος, δικηγόρος, βουλευτής, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς τοῦ φασισμοῦ.

Τέλλερα... Βολπίνι: Ἰταλοὶ στρατηγοὶ ποὺ σκοτώθηκαν στὸ μέτωπο ἀπὸ τὸ 1940 ἕως τὸ 1942.

Ντέτσιμο Λεόνε: ὁ Πάπας Λέων Χ (1476 – 1521) ἦταν γιὸς τοῦ Λορέντσου τῶν Μεδίκων.

Ἐτσελίνο: ὁ Ἐτσελίνο ντὰ Ρομάνο (1194 – 1259), Ἰταλὸς εὐγενὴς καὶ στρατιωτικός. Χρημάτισε ποντεστά, δήμαρχος καὶ χοροδεσπότης τῆς Βερόνας, τῆς Βιτσέντσα καὶ τῆς Πάντοβα. Βοήθησε τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας Φρειδερῖκο Β΄ καὶ τοὺς φιλοαυτοκρατορικοὺς Γιβελίνους στὸν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ παπικοῦ κόμματος, δηλαδὴ τῶν Γουέλφων. Μυθώδης ὑπῆρξε ἡ σκληρότητα τοῦ Ἐτσελίνο, στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ ὁ Δάντης (Κόλαση, Ἆσμα ΧΙΙ, στ. 110).

Ἄδωνις: μὲ τὴν ἄκρα ὀμορφιά του ἔκανε τὴν Ἀφροδίτη νὰ τὸν ἐρωτευθεῖ. Σκοτώθηκε, ὅμως, ἀπὸ ἕνα ἀγριογούρουνο ποὺ ἔστειλε ἐναντίον του ὁ ζηλότυπος Ἄρης μαζὶ μὲ τὴν Ἄρτεμη.

Δωρεὰ τοῦ Αὐτοκράτορα: πρόκειται γιὰ τὴν περίφημη «Δωρεὰ τοῦ Κωνσταντίνου» (Donatio Constantini), σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔδωσε στὸν Ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης ὄχι μόνο πνευματική, ἀλλὰ καὶ ἐγκόσμια ἐξουσία. Τὴ δωρεὰ αὐτὴ συνήθιζε νὰ ἐπικαλεῖται, κυρίως ὁ Πάπας Λέων Θ΄ (1002 – 1054) στὶς ἐπιστολές του πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Κηρουλάριο (σχετικὰ βλ. Vasiliev, «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (324 – 1453)», Διεθνὴς Λέσχη Βιβλίου 1973, σελ. 420). Ὁ Ἐτσελίνο ντὰ Ρομάνο ἀμφισβητεῖ τὴν ὕπαρξη μιᾶς τέτοιας δωρεᾶς, γιατὶ, κατὰ τὴ γνώμη του, αὐτὴ θὰ εἶχε προκαλέσει μεγάλη ἀναταραχὴ στὸ Βυζάντιο.

Φλωρεντινός: προφανῶς ἐννοεῖ τὸν Δάντη, ποὺ γεννήθηκε τὸ 1265 στὴ Φλωρεντία καὶ πέθανε τὸ 1321 στὴ Ραβέννα.

Ὁ Πάουντ ὑπαινίσσεται μᾶλλον στὸ Κάντο αὐτὸ τὶς ὀδυνηρότατες συνέπειες ποὺ εἶχε γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Δάντη ἡ συμμετοχή του στὴν πολιτικὴ διαμάχη μεταξὺ Γουέλφων καὶ Γιβελίνων. Ἀπὸ τὸ 1289 ὁ Δάντης πολέμησε, μὲ τὸ μέρος τῶν Γουέλφων, ἐναντίον τῶν Γιβελίνων. Τὸ 1292 τὸ κόμμα τοῦ Δάντη ἐπικράτησε στὴ Φλωρεντία καὶ ἔδιωξε τοὺς Γιβελίνους ἀπὸ τὰ δημόσια ἀξιώματα. Ἄρχισαν, ὡστόσο μετὰ οἱ ἔριδες μεταξὺ τῶν ἴδιων τῶν Γουέλφων, ποὺ χωρίστηκαν σὲ δύο μερίδες, τοὺς Μαύρους καὶ τοὺς Λευκούς. Ὁ Δάντης πῆγε μὲ τοὺς τελευταίους. Ἐπικράτησαν, ὅμως, τὸ 1301 οἱ Μαῦροι καὶ πέρασαν ἀπὸ δίκη τοὺς Λευκούς.

Ὁ Δάντης καταδικάστηκε σὲ δύο χρόνια ἐξορία, ἀποκλείστηκε ἀπὸ κάθε δημόσιο ἀξίωμα καὶ τοῦ ἐπιβλήθηκε ἕνα πρόστιμο 500 φλωρινιῶν. Ἡ ποινή του μετατράπηκε ἀργότερα σὲ ἰσόβια ἐξορία.

Τὸν Μάιο τοῦ 1315 ἡ Φλωρεντία ἔδωσε ἀμνηστία, σὲ ὅλους τους ἐξόριστους. Ἔθεσε, ὅμως, ὅρους ταπεινωτικοὺς ποὺ ὁ Δάντης δὲν καταδέχτηκε νὰ ἐκπληρώσει.

Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1315 ἡ ποινὴ τοῦ Δάντη μετατρέπεται σὲ θανατική.

Ἀπὸ τὸ 1318 ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἰταλὸς ποιητὴς ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴ Ραβέννα, ὅπου πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἐλπίζοντας ὅτι ἡ ὑψηλὴ ποίησή του θὰ ἔπειθε κάποτε τοὺς συμπολίτες του νὰ τὸν καλέσουν στὴ Φλωρεντία, γιὰ νὰ τὸν στεφανώσουν.

Εἶναι μᾶλλον εὐκρινεῖς οἱ ὑπαινιγμοὶ ποὺ ἐπιχειροῦνται ἀπὸ τὸν Πάουντ, στὴν προσπάθειά του νὰ παραλληλίσει τὴ μοίρα τοῦ Δάντη μὲ τὴ δική του.
Τοῦ εἶχε ἤδη ἀπαγορευθεῖ ἕνα ταξίδι στὴν Ἀμερικὴ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1941, ποὺ θέλησε νὰ ἐπιστρέψει. Ἐπίσης εἶχε καταγγελθεῖ, τὸ 1943, γιὰ προδοσία, ἐρήμην, ἀπὸ τὸ δικαστήριο τοῦ Κολούμπια.

Εὐτυχῶς, ὅμως, γιὰ κεῖνον τὰ πράγματα ἐξελίχθηκαν πολὺ καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι γιὰ τὸν Δάντη.

Πλατσίντια: ἡ Γκάλλα Πλατσίντια (390 – 450) ἦταν κόρη τοῦ Θεοδόσιου Α΄. Παντρεύτηκε πρῶτα τὸν κουνιάδο τοῦ Ἀλάριχου, Ἀτάουλφο, βασιλιὰ τῶν Βησιγότθων καί, ἔπειτα, τὸν μέλλοντα Κωνστάντιο Γ΄, στρατηγὸ τοῦ ἀδελφοῦ της Ὁνώριου. Ὅταν πέθανε ὁ Ὁνώριος, ἡ Γκάλλα Πλατσίντια κυβέρνησε τὴ δυτικὴ αὐτοκρατορία, ἀσκώντας τὴν κηδεμονία τοῦ γιοῦ της Βαλεντινιανοῦ Γ΄. Ὑπῆρξε πιστὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ ὑποστήριξε τὸν Πάπα Λέοντα Α΄ στὸν ἀγώνα του ἐναντίον τῆς αἵρεσης τοῦ Εὐτυχίου.


Σιγισμοῦνδος Παντόλφο Μαλατέστα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου