Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Philip Sherrard, Ἡ Ἰδέα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Μέρος α΄)

Philip Sherrard

Ἡ Ἰδέα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Μέρος α΄)*


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: John Campbell καὶ Philip Sherrard, Modern Greece [Νεότερη Ἑλλὰς], Νέα Ὑόρκη: Frederick A. Praeger, 1968, σελ. 19 - 43


Μετάφραση: Ντίνα Κουρούκλη


Τὸ ἐθνικὸ καὶ ἀνεξάρτητο βασίλειο τῆς Ἑλλάδας δημιουργήθηκε ἐδῶ καὶ λιγώτερο ἀπὸ ἑνάμιση αἰώνα καὶ ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ σημερινά του ἐδάφη ἔχει περιληφθῆ μέσα στὰ σύνορά του ἀκόμη πιὸ πρόσφατα. Γιὰ τρεισήμισι περίπου αἰῶνες πρὶν ἀπ’ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁλόκληρη ἡ νότια περιοχὴ τῆς βαλκανικῆς χερσονήσου ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ οἱ λαοὶ ποὺ τὴν κατοικοῦσαν ἦταν ὑποτελεῖς τοῦ Σουλτάνου στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἐντούτοις, κατὰ τὴ σύντομη σχετικὰ περίοδο ποὺ ἡ Ἑλλάδα ἀποτέλεσε ἕνα ἀπὸ τὰ ἔθνη τῆς σύγχρονης Εὐρώπης, μπόρεσε ν’ ἀναπτυχθῆ ἕνα κράτος πολὺ ὁμοιογενές. Πῶς δημιουργήθηκε τὸ ἔθνος αὐτό; Πῶς κατόρθωσαν οἱ Ἕλληνες ν’ ἀποκτήσουν αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς ἐθνικῆς τους ταυτότητας; Ποιὲς ἦταν οἱ δυνάμεις καὶ οἱ ἰδέες ποὺ διαμόρφωσαν τὴ μοίρα τους κι’ ἔδωσαν τὸ σχέδιο τῆς ἱστορικῆς τους ζωῆς;

Τὶς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ μποροῦμε ν’ ἀναζητήσουμε μόνο μὲ τὰ μέσα μιᾶς ἀναδρομικῆς ἀνάλυσης γύρω ἀπὸ τὴ γέννηση καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς ἐθνικῆς ἑλληνικῆς συνείδησης, ἀπὸ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας μέχρι τὸ ξέσπασμα τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας στὸ 1821.

Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ Ἀγώνα ἦταν ὅτι οἱ Ἕλληνες πέτυχαν μερικὴ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς Τούρκους αὐθέντες τους κι’ ἔθεσαν τὰ πρῶτα θεμέλια τοῦ σύγχρονου ἑλληνικοῦ κράτους. Ὅπως ἀναφέραμε, οἱ Τοῦρκοι εἶχαν στὴν κατοχή τους τὰ ἐδάφη ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ νέο ἑλληνικὸ κράτος γιὰ τρεισήμισι περίπου αἰῶνες.

Ἡ Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, εἶχε πέσει τὸ 1453 καὶ μέχρι τὸ 1460 εἶχε κατακτηθῆ ὅλη ἡ ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα. Ἀλλὰ οἱ Βυζαντινοὶ ποὺ κατακτήθηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸν 15ο αἰώνα (καὶ ποὺ ἐδάφη τους στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ σ’ ἄλλες περιοχὲς εἶχαν ἤδη κατακτηθῆ ἀρκετοὺς αἰῶνες πιὸ πρὶν) δὲν εἶχαν συνείδηση ἐθνικότητας μὲ τὴν ἴδια ἔννοια, ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνονταν οἱ Ἕλληνες ὅταν πολεμοῦσαν γιὰ τὴν ἐλευθερία τους στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίστηκαν στὸν πόλεμο τῆς Ἀνεξαρτησίας, τὸ 1821 καὶ μετά, θεωροῦσαν καὶ ὀνόμαζαν τοὺς ἑαυτούς τους Ἕλληνες. Καὶ τὸ κράτος ποὺ σχηματίστηκε σὰν ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγώνα τους πῆρε τὸ ὄνομα Ἑλλάς.

Οἱ Βυζαντινοὶ ἀντίθετα – μὲ τὴν ἐξαίρεση μιᾶς ὁμάδας γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε σὲ λίγο – οὔτε ὀνόμαζαν οὔτε θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους Ἕλληνες. Ἦταν μέλη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, μ’ αὐτὴ τὴν ἀνατολικὴ καὶ χριστιανικὴ μορφὴ ποὺ τῆς εἶχε προσδώσει ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, δὲν ἦταν μόνο Ρωμαῖοι πολίτες, ἀλλὰ ἦταν ἐπίσης ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Αὐτοκρατορία τους ἦταν ὁ χῶρος ὅπου γινόταν ἡ ἐκπλήρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.

Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ γιὰ τὴ θέση καὶ τὸν προορισμό τους, ἔδινε στοὺς Βυζαντινοὺς τὴν αἴσθηση ὅτι κατεῖχαν μιὰν ἐκλεκτὴ καὶ ἀποκλειστικὴ θέση μέσα στὸ παγκόσμιο σχῆμα πραγμάτων – μιὰ θέση τόσο ἐκλεκτὴ καὶ ἀποκλειστική, ὥστε κάποτε ἕνας ἀρχιεπίσκοπος τῆς Θεσσαλονίκης, θεώρησε ἀναγκαῖο νὰ ὑπενθυμίσει στὸ ποίμνιό του ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε τὸ ἴδιο πλάσει τοὺς βαρβάρους ὅπως καὶ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ εἰσάκουε τὸ ἴδιο τὶς προσευχές τους. 

Ὅμηρος

Ἐντούτοις, ἡ ἰδέα ὅτι ἀποτελοῦσαν ἕνα ἔθνος μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δίνουμε στὴ λέξη σήμερα, θὰ τοὺς προκαλοῦσε ἀσφαλῶς ἀποστροφή: ἡ λέξη «ἔθνος» δὲ σήμαινε γι’ αὐτοὺς παρὰ διάφορες φυλὲς καὶ γένη ἐλάσσονος σημασίας καὶ ἐκτὸς νόμου, ὀρδὲς βαρβάρων ἢ αἱρετικῶν (ἢ καὶ τὰ δυὸ μαζὶ) ποὺ δὲν εἶχαν τὸ προνόμιο νὰ ζοῦν μέσα στὰ ὅρια τοῦ βασιλείου τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς ἢ νὰ κυβερνοῦνται ἀπὸ τὸν θείῳ δικαίῳ ἀντιπρόσωπό Του, τὸν χριστιανὸ Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου.

Ἀκόμα περισσότερη ἀποστροφὴ θὰ τοὺς προκαλοῦσε ἡ ἰδέα ὅτι ἀποτελοῦσαν τὸ ἔθνος τῶν Ἑλλήνων. Τὸ Βυζάντιο, σὰν Κράτος Χριστιανικό, ἦταν ἕνας ἐχθρὸς τοῦ «ἑλληνισμοῦ» καὶ σ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ τῆς ἱστορίας του (πάλι μ’ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις) ἀντιμετώπισε μ’ ἐχθρότητα τὶς φιλοσοφικές, θρησκευτικὲς καὶ ἠθικὲς ἰδέες τῆς ἀρχαιότητας – μιὰ ἐχθρότητα ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὸ κλείσιμο τῆς φιλοσοφικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, τὸν 6ο αἰώνα. Ἡ ἐχθρικὴ αὐτὴ στάση ἀπέναντι σὲ κάθε τι τὸ ἑλληνικὸ ὑποστηρίζονταν ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς κύριους φορεῖς τῆς χριστιανικῆς παράδοσης τοῦ Βυζαντίου, τοὺς μοναχούς.

Ὁ μοναχισμὸς βρῆκε τὴν εὐκαιρία ν’ ἀσκήσει ἀνοιχτὰ πιὰ τὴν κριτική του ἐναντίον τοῦ ἑλληνισμοῦ ἰδίως πρὸς τὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς περιόδου, ὅταν οἱ μεγάλοι θεωρητικοὶ τῆς πνευματικῆς κίνησης τῶν «ἡσυχαστῶν», βρέθηκαν στὴν ἀνάγκη νὰ ὑπερασπίσουν τὸ δόγμα τους ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις ἐκείνων ἀκριβῶς ποὺ ἡ σκέψη τους, ἐπηρεασμένη ἀπ’ τὸν ἑλληνισμὸ μὲ τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη μορφή, εἶχε κι’ ὅλας ξεστρατίσει ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο Χριστιανισμό. Ἑλληνισμὸς σήμαινε παγανισμὸς καὶ πολυθεϊσμός. Ἀκόμη καὶ ὁ πρῶτος Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινούπολης μετὰ τὴν ἅλωση, ὁ Γεώργιος Σχολάριος, ἀρνιόταν νὰ δεχτῆ γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν τίτλο τοῦ Ἕλληνα.

Ὡστόσο, παρὰ τὴν ἐπίσημη αὐτὴ ἀντίθεση πρὸς τὸν ἑλληνισμὸ σὰν φιλοσοφικὴ καὶ ἠθικὴ δύναμη, καὶ παρὰ τὴν ἔλλειψη κάθε προσπάθειας γιὰ «ἐθνικὴ» ταύτιση μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, οἱ Βυζαντινοὶ τελικὰ διατήρησαν μιὰ κάποια παράδοση ἑλληνικῆς κουλτούρας. Αὐτό, εἶναι ἀλήθεια, περιορίζονταν κυρίως στὴν οὐδέτερη ζώνη τῆς γλώσσας καὶ τῆς φιλολογίας (ἀπομυθοποιημένης).

Ἡ ἀρχαία φιλοσοφία ἦταν ἕνας χῶρος πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνος – τὸ παράδειγμα τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτη ἔδειχνε πολὺ εὔγλωττα ποῦ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει ἕνας τέτοιος κίνδυνος – γι’ αὐτὸ ἡ σπουδή της σὰν σκοπὸς καθ’ ἑαυτὸν δὲν εὕρισκε καμμιὰ ἐνθάρρυνση. Ἀλλὰ ἡ κλασσικὴ παιδεία, καὶ ἰδιαίτερα ἡ γνώση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, εἶχαν φτάσει νὰ γίνουν τὸ sine qua non γιὰ κάθε προαγωγὴ στὰ ἀνώτερα ἀξιώματα τοῦ βυζαντινοῦ κράτους.

Πραγματικά, γύρω στὸν 11ον αἰώνα, ἡ τάση αὐτὴ εἶχε ὁδηγήσει στὴ διαμόρφωση μιᾶς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας ποὺ στὶς τάξεις της γίνονταν δεκτοὶ μόνον ὅσοι εἶχαν ἑλληνικὴ μόρφωση. Πρέπει ἐντούτοις νὰ τονιστῆ ὅτι ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ κλασσικὴ παιδεία εἶχε μιὰ μορφὴ ἑλληνιστικὴ ἢ μᾶλλον ρωμαιο - ἑλληνιστική, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἔδινε ἔμφαση κυρίως στὴ γραμματική, τὸ συντακτικὸ καὶ τὴ ρητορικὴ - δηλαδὴ τὰ «κλασσικά», ὅπως τὰ ἐννοοῦσαν καὶ τὰ μελετοῦσαν οἱ κλασσικοὶ φιλόλογοι τῆς μετὰ τὴν Ἀναγέννηση ἐποχῆς.

Πλάτων

Δὲν ἔδειχνε ἑπομένως κανένα ἄμεσο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, οὔτε ὁδηγοῦσε σὲ καμμία ἐξιδανίκευση τῶν κοινωνικῶν καὶ θρησκευτικῶν μορφῶν αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἀκόμη λιγώτερο μποροῦσε νὰ σημαίνει ρομαντικὸ θαυμασμὸ γιὰ τοὺς σύγχρονους κατοίκους τῶν περιοχῶν τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας. Αὐτοὶ - οἱ «Ἑλλαδικοὶ» ὅπως τοὺς ὀνόμαζαν – δὲν ἦταν παρὰ οἱ κάτοικοι μιᾶς ὄχι καὶ πολὺ σημαντικῆς ἐπαρχίας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, χωρὶς καμμιὰ ἀξίωση γιὰ ἰδιαίτερη μεταχείριση.

Ὁπωσδήποτε, γεγονὸς εἶναι ὅτι: μετὰ τὴν κατάκτηση τῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο καὶ τὴν ἐπακόλουθη μετανάστευση τοῦ ἐντόπιου πληθυσμοῦ στὰ νέα καὶ ἀκμάζοντα κέντρα τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Ἀσία· μετὰ τὴν ἐρήμωση ποὺ ἔφερε ἡ ρωμαϊκὴ κατάκτηση, ἰδίως μὲ τὴν καταστροφὴ τῆς Κορίνθου καὶ τὸν ἄγριο σφαγιασμὸ τῶν Ἀθηναίων· μετὰ τὶς λεηλασίες τῶν Τευτονικῶν ὀρδῶν στὸν 3ο αἰώνα μ.Χ., τῶν Γότθων καὶ τοῦ Ἀλάριχου στὸν 4ο· μετὰ τὶς δολοφονικὲς μαζικὲς ἐπιδρομὲς τῶν Σλαύων καὶ τὴν ἐγκατάστασή τους στὴν Ἑλλάδα, κυρίως στὸν 6ο καὶ 7ο αἰώνα· τέλος, μετὰ ἀπὸ νέο κύμα ἐπιδρομῶν, αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ τοὺς Ἀλβανούς, τὸν 14ο αἰώνα· μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ ἀκόμη περισσότερα, οἱ κάτοικοι αὐτοὶ τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας τοῦ 15ου αἰώνα ἀποτελοῦσαν ἕνα μεῖγμα πολυφυλετικοῦ ὑλικοῦ, στὸ ὁποῖο ἡ συμβολὴ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φυλῆς θὰ πρέπει νὰ ἦταν πολὺ μέτρια.

Παρ’ ὅλα αὐτά, πρὸς τὸ τέλος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἄρχισε νὰ πραγματοποιεῖται κάποια ἀλλαγὴ στὴ στάση μιᾶς τουλάχιστο μερίδας τῆς βυζαντινῆς «élite» ἀπέναντι στὶς ἐδαφικὲς περιοχὲς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου καὶ στοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους ποὺ τὶς κατοικοῦσαν.

Τὸ γεγονὸς τοῦτο εἶχε βαθύτερες ρίζες. Απὸ τὴ μιὰ μεριά, οἱ στρατιωτικὲς δραστηριότητες τῶν Τούρκων προκαλοῦσαν ἕναν διαρκῶς αὐξανόμενο ἐδαφικὸ περιορισμὸ στὴν αὐτοκρατορία, κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξη τῆς λατινικῆς Δύσης καθιστοῦσε γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς πολὺ πιὸ δύσκολη τὴ διατήρηση τῆς ἀξίωσης σὲ μιὰ πολιτιστικὴ ὑπεροχή.

Σὰν συνέπεια, ὁρισμένοι Βυζαντινοὶ διανοούμενοι αἰσθάνθηκαν ἀναγκασμένοι νὰ κάνουν μιὰ ἐπανεκτίμηση τῆς θέσης τους: σὲ τί, ἐπὶ τέλους, βασίζονταν αὐτὴ ἡ ἰδιαίτερή τους ὑπεροχή; Ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶναι, ἀναμφισβήτητα, ὁ ἐκλεκτὸς λαός. Ἐντούτοις, τὸ ἄλλοτε φυσικὸ ἐπακόλουθο αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὅτι ἦταν θέλημα τοῦ Θεοῦ ὅλοι οἰ λαοὶ τῆς γῆς νὰ σχηματίσουν ἕνα ἑνιαῖο πολιτικὸ σῶμα, σὲ οἰκουμενικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν ἀντιπρόσωπό Του, τὸν Βυζαντινὸ Αὐτοκράτορα, ἔμοιαζε τώρα νὰ εἶναι ὑπερβολικό.

Διότι οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ἡ στρατιωτική τους δύναμη εἶχε γίνει ὁλοφάνερη, ἦταν καθαρὰ αἱρετικοί. Καὶ οἱ χριστιανοὶ τῆς Δύσης, τώρα σχισματικοί, ὡς ὅρο γιὰ κάθε βοήθεια σὲ ὅπλα ἢ ἄνδρες ποὺ θὰ πρόσφεραν στοὺς Βυζαντινοὺς γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσουν τὶς τουρκικὲς ἐπιδρομές, ζητοῦσαν τὴν ἀναγνώριση ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ λαό, τῆς οἰκουμενικῆς ἐξουσίας τοῦ Πάπα σὰν ἀντιπροσώπου τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. 

Ἀριστοτέλης

Μπροστὰ στὸν κίνδυνο αὐτῆς τῆς διπλῆς ἀπώλειας τοῦ τίτλου τους - ἐδαφικῆς καὶ θρησκευτικῆς – καὶ σὰν ἀπεγνωσμένη προσπάθεια γιὰ τὴ διαφύλαξη μιᾶς ἱστορικῆς ταυτότητας καὶ συνέχειας, τὰ μέλη αὐτὰ τῆς βυζαντινῆς πνευματικῆς «élite» ποὺ ἀναφέραμε ἄρχισαν νὰ διεκδικοῦν μιὰ κληρονομιά, τὴν ὁποία, ἰδιόρρυθμη καθὼς ἦταν, οὔτε οἱ Τοῦρκοι οὔτε οἱ Λατίνοι μποροῦσαν ν’ ἀξιώσουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Διεκδικοῦσαν τὴν «ἑλληνικὴ» κληρονομιά, ἐντελῶς ξέχωρη ἀπὸ τὴ ρωμαιο - ἑλληνιστικὴ παράδοση ποὺ μοιράζονταν μὲ τὴ λατινικὴ Δύση.

Καὶ ἰσχυρίζονταν – μὲ καμμία ἢ μὲ ἐλάχιστη ἱστορικὴ δικαίωση, ὅπως εἴδαμε - ὅτι οἱ σύγχρονοι κάτοικοι τῆς ἠπειρωτικῆς νότιας Ἑλλάδας, ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε κατακτηθῆ ἀπὸ τοὺς προελαύνοντες Τούρκους, ἦταν οἱ ἀληθινοὶ πνευματικοὶ καὶ φυλετικοί της ἀντιπρόσωποι.

Ἔτσι ἄρχισε ν’ ἀναπτύσσεται ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς «ἑλληνίζοντες», ἢ θαυμαστὲς τῆς Ἑλλάδας, μιὰ νέα στάση ἀπέναντι στὸ ἑλληνικὸ παρελθόν, μὲ ἄμεσες θρησκευτικὲς καὶ πολιτικὲς ἐπιπτώσεις στὸ παρόν. Σχετικὰ μὲ τὶς θρησκευτικὲς ἐπιπτώσεις θὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ Βυζαντίου ἑλληνισμὸς σήμαινε παγανισμὸς καὶ πολυθεϊσμός.

Σήμαινε ἀκόμη, στὸ πιὸ ἐπικίνδυνο θέμα τῶν φιλοσοφικῶν του ἀρχῶν, πλατωνισμός. Κατὰ τοὺς πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας αἰῶνες, ὁ πλατωνισμός, γιὰ λόγους ποὺ δὲν χρειάζεται ν’ ἀναφερθοῦν ἐδῶ, εἶχε ἀποτελέσει ἕναν αὐξανόμενο πειρασμὸ γιὰ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πιὸ φιλοσοφικὰ τοποθετημένους Βυζαντινούς.

Τοῦτο εἶχε δημιουργήσει μιὰ ἀντίστοιχη ἰσχυρὴ ἀντίδραση μέσα στοὺς κόλπους τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Ὀρθοδοξίας: ὁ Ψελλός, νεο – πλατωνιστὴς τοῦ 11ου αἰώνα, ποὺ ἀποτελοῦσε ὁ ἴδιος δημόσια προσβολὴ μὲ τὸν «πλατωνισμό» του, ἀναφέρει ὅτι οἱ μοναχοὶ στὰ μοναστήρια τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, ὅπου εἶχε καταφύγει τὸ 1055, ἔκαναν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ μόνο στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Πλάτωνα, καὶ ἀναθεμάτιζαν αὐτὸν τὸν «ἑλληνικὸ» σατανᾶ. Στὸν 14ο αἰώνα, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος εἶχε ἀπαγγείλει ἕνα ἐπίσημο ἀνάθεμα ἐναντίον ἐκείνων ποὺ πίστευαν στὶς «πλατωνικὲς ἰδέες».

Σ’ αὐτὴ τὴν πλατωνικὴ παράδοση, οἱ νέοι ἑλληνίζοντες πίστευαν τώρα πὼς ἀναγνώριζαν τὴ φιλοσοφικὴ βάση τῆς ἀρχαίας πατρογονικῆς τους κληρονομιᾶς. Ἡ νέα ἄποψη δὲν ἦταν φυσικὰ χωρὶς πολιτικὲς ἐπιπτώσεις. Διότι κάθε «ἐθνικὸς» ἰσχυρισμὸς τῶν ἑλληνιζόντων, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Πελοποννήσου ἦταν οἱ ἄμεσοι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ κατὰ συνέπεια θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποκαταστήσουν ἕνα ἐθνικὸ κράτος στὰ ἐδάφη ποὺ κρατοῦσαν ἄλλοτε οἱ Ἕλληνες, συνεπάγονταν κατ’ ἀνάγκη μιὰ ἀπόρριψη τοῦ ὑπερεθνικοῦ καὶ συνενωτικοῦ οἰκουμενισμοῦ ποὺ ἀντιπροσώπευε ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορικὴ καὶ θεοκρατικὴ ἰδέα. 

Πλούταρχος

Ἡ «ἑλληνίζουσα» κίνηση ἔφτασε σ’ ἕνα ἀποκορύφωμα κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰώνα, δηλαδὴ στὰ χρόνια ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1453, καὶ ἐκδηλώθηκε κυρίως στὸ πρόσωπο τοῦ ἀξιόλογου Γεωργίου Πλήθωνα τοῦ Γεμιστοῦ. Ὁ Πλήθων ἀντιπροσωπεύει τὸ ἀποκρυστάλλωμα αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς στὴ στάση ἀπέναντι στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι οἱ σύγχρονοι κάτοικοι τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας ἦταν οἱ ἄμεσοι φυλετικοὶ καὶ πνευματικοὶ ἀπόγονοι τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων.

Στὸ ὑπόμνημά του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β΄, σκιαγραφώντας τὰ κύρια σημεῖα τοῦ προγράμματός του γιὰ τὴν ἀναβίωση ἑνὸς ἐθνικοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ὁ Πλήθων ἔγραφε: 
«Ἐμεῖς, ποὺ μᾶς κυβερνᾶς καὶ μᾶς ἐλέγχεις, εἴμαστε Ἕλληνες κατὰ τὴν φυλή, ὅπως φανερώνει ἡ γλώσσα μας καὶ ἡ προγονική μας παιδεία. Καὶ γιὰ τοὺς Ἕλληνες, δὲν ὑπάρχει καλύτερος καὶ καταλληλότερος τόπος ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, μαζὶ μὲ τὸ γειτονικὸ τμῆμα τῆς Εὐρώπης καὶ τὰ γύρω νησιά. Γιατὶ φαίνεται ὅτι αὐτὸς ὁ τόπος εἶχε πάντα κατοικηθῆ ἀπὸ τοὺς ἴδιους Ἕλληνες, ὅσο μακριὰ μπορεῖ νὰ φτάσει ἡ μνήμη τοῦ ἀνθρώπου. Κανεὶς δὲν ἔζησε ἐδῶ πρὶν ἀπ’ αὐτούς, οὔτε ποτὲ μετανάστες κατέλαβαν τὸν τόπο ἐκδιώκοντας τοὺς κατοίκους, γιὰ νὰ ἐκδιωχθοῦν καὶ οἱ ἴδιοι ἀργότερα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ὄχι, ἀντίθετα, οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες φαίνεται νὰ ὑπῆρξαν πάντοτε οἱ κάτοχοί του καὶ ποτὲ δὲν τὸν ἐγκατέλειψαν».

Ἡ Πελοπόννησος, ἡ ἄλλοτε ἀρχαία ἀποικία τῶν Δωριέων καὶ τώρα μὲ τὴ μητρόπολή της, τὸν Μυστρᾶ (κοντὰ στὴν ἀρχαία Σπάρτη), ἦταν γιὰ τὸν Πλήθωνα τὸ κατ’ ἐξοχὴν λίκνο τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ὁ μόνος τόπος ὅπου φαινόταν δυνατὸ νὰ οἰκοδομηθῆ μιὰ νέα ἑλληνικὴ κοινωνία, σὲ ἀντικατάσταση τῆς βυζαντινῆς, ποὺ προχωροῦσε ἁλματωδῶς σὲ ἀποσύνθεση. 

Συνδυάζοντας τὰ πλεονεκτήματα ἑνὸς μεγάλου νησιοῦ καὶ μιᾶς ἠπειρωτικῆς χώρας, οἱ κάτοικοί της μποροῦσαν ὄχι μόνο νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἄμυνά της (γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὁ Πλήθων πρότεινε τὸ κτίσιμο ἑνὸς τείχους στὸν Ἰσθμὸ τῆς Κορίνθου) ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπεκτείνουν τὴ δύναμή τους στὶς γειτονικὲς περιοχές. 

Οἱ φυσικὲς πηγές της ἐξ ἄλλου μποροῦσαν, μὲ σωστὴ ὀργάνωση, νὰ τῆς ἐξασφαλίσουν οἰκονομικὴ αὐτάρκεια. Σωστὴ ὀργάνωση σήμαινε γιὰ τὸν Πλήθωνα μιὰ πραγματικὴ ἐθνικοποίηση τῆς γῆς. Ἐκεῖνο ποὺ ὁραματιζόταν ὁ Πλήθων ἦταν στὴν πραγματικότητα ἕνα εἶδος πλατωνικῆς κοινωνίας.

Καὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι γιὰ τὴ διαμόρφωση αὐτῆς τῆς κοινωνίας ὁ Πλήθων ἐπιθυμοῦσε νὰ παίξει ἕνα ρόλο σὲ σχέση μὲ τοὺς βυζαντινοὺς πρίγκηπες, παρόμοιο μὲ ἐκεῖνον ποὺ ὁ Πλάτων εἶχε θελήσει νὰ παίξει σὲ σχέση μὲ τοὺς τυράννους στὴν αὐλὴ τῶν Συρακουσῶν.

Ἀλλά, ὅπως καὶ στὴν πλατωνικὴ παράδοση (ὁ Πλήθων τὴν εἶχε γνωρίσει μὲ τὴ νεο – πλατωνικὴ ἀντίληψη τοῦ Ψελλοῦ), οἱ συγκεκριμένες θεωρίες διακυβέρνησης στὴ σφαῖρα τῆς πολιτικῆς διάρθρωσης καὶ τῶν οἰκονομικῶν ὑποχρεώσεων, δὲν ἦταν γιὰ τὸν Πλήθωνα παρὰ ἡ μεταφορὰ θεμελιωδῶν φιλοσοφικῶν ἀρχῶν σὲ ἕνα περισσότερο κοσμικὸ σχῆμα: ἡ μορφὴ τῆς γήϊνης κοινωνίας, γιὰ νὰ ἔχει κάποια σταθερὴ ὑπόσταση, πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀντανάκλαση τῆς οὐράνιας τάξης. Τοῦτο σήμαινε ὅτι τὶς προτάσεις γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κράτους ὁ Πλήθων τὶς συνώδευε καὶ τὶς ἐξαρτοῦσε ἀπὸ ἀντίστοιχες προτάσεις γιὰ μιὰ ἐπιστροφὴ στὴ θρησκεία τῆς ἀρχαιότητας.

Ἰουλιανὸς

«Τὸν ἄκουσα νὰ λέγει», ἔγραφε ὁ Γεώργιος ὁ Τραπεζούντιος ἀναφερόμενος στὸν Πλήθωνα, «ὅταν βρισκόταν στὴ Φλωρεντία, ὅτι στὸ ὄχι μακρυνὸ μέλλον, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, μὲ κοινὴ συναίνεση καὶ μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα, θὰ ἀσπάζονταν μία καὶ μόνη θρησκεία. Καὶ ὅταν τὸν ρώτησα ἂν αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἢ τοῦ Μωάμεθ, αὐτὸς ἀπάντησε: Οὔτε ἡ μία, οὔτε ἡ ἄλλη, ἀλλὰ μία τρίτη, ποὺ δὲν θὰ διέφερε ἀπὸ τὴ θρησκεία τῆς ἀρχαιότητας».
Ἡ πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀποσύνθεση τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας τὸν εἶχε πείσει ὅτι ὁ ὀρθόδοξος Χριστιανισμὸς ἧταν ἀνίκανος πλέον νὰ προσφέρει τὴ θρησκευτικὴ βάση γιὰ τὸ νέο ἑλληνικὸ κράτος. Διότι, ἀφοῦ ἡ σταθερότητα καὶ ἡ ζωτικότητα τοῦ γήϊνου κράτους ἐξαρτᾶται ἀπὸ μεταφυσικὲς ἀρχές, προκύπτει σὰν συνέπεια ὅτι αὐτὴ ἡ ἀποσύνθεση τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας ἦταν ἀναμφισβήτητη ἀπόδειξη τῆς ἀνεπάρκειας τῶν μεταφυσικῶν ἀρχῶν, τὶς ὁποῖες ἡ κοινωνία αὐτὴ ἀντανακλοῦσε – δηλαδὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ.

Ἐπὶ πλέον, οἱ ἀτέλειωτες συζητήσεις πάνω στὸ θέμα τῆς ἕνωσης τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ὀρθόδοξης καὶ ρωμαϊκῆς – στὶς ὁποῖες ὁ ἴδιος ὁ Πλήθων περιστασιακὰ πῆρε μέρος - τὸν εἶχαν πείσει ὅτι δὲν ἦταν ἡ ἕνωση μὲ τοὺς «ἀριστοτελικοὺς» Λατίνους ποὺ θὰ ἔσωζε τοὺς Ἕλληνες. Οἱ Ἕλληνες θὰ μποροῦσαν οἱ ἴδιοι νὰ σωθοῦν μόνο ἂν ἀποφάσιζαν νὰ ξεκαθαρίσουν ὅλα τὰ πρόσθετα στοιχεῖα καὶ τὰ σφάλματα ποὺ εἶχαν ἀμαυρώσει τὰ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἰδανικὰ τῶν προγόνων τους, καὶ στὸ φῶς αὐτῶν τῶν ἰδανικῶν ν’ ἀναμορφώσουν τὴ ζωή τους καὶ τὸ πρότυπο τῆς κοινωνίας τους.

Ἕνας μῦθος εἶχε γεννηθῆ - ὁ μῦθος ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦσαν τώρα τὴ γῆ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας ἧταν οἱ ἄμεσοι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ὅτι μόνο ἡ παιδεία καὶ ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἔνδοξων προγόνων μποροῦσε ν’ ἀποτελέσει μιὰ σίγουρη βάση γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ νέου ἑλληνικοῦ ἔθνους.

Ὡστόσο, ἀπὸ μιὰ ἄποψη, ὁ μῦθος ἦταν θνησιγενής, γιατὶ ἡ ἐξέλιξή του καὶ ἡ πρακτική του ἐφαρμογὴ σταμάτησε σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὴ γέννησή του, μὲ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης (1453) καὶ τὴν ἐπακόλουθη κατάκτηση τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας ἀπὸ τοὺς Τούρκους.

Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι ἡ κίνηση καὶ οἱ ἰδέες ποὺ ἐκπροσωποῦσε ὁ Πλήθων ὑποστηρίζονταν ἀπὸ μιὰ μικρὴ μόνο ὁμάδα Βυζαντινῶν διανοουμένων καὶ εἶχε πολὺ λίγη ἐπίδραση ἀνάμεσα στὴ μεγάλη πλειοψηφία τῶν βυζαντινῶν μορφωμένων τάξεων - ἀκόμη λιγώτερη ἐπίδραση εἶχε, φυσικά, ἀνάμεσα στοὺς πληθυσμοὺς ποὺ κατοικοῦσαν τώρα τὴν Ἑλλάδα καὶ ποὺ τὴ γνήσια ἑλληνικὴ καταγωγή τους προσπαθοῦσε νὰ ὑποστηρίξει ὁ Πλήθων.

Ἰουστινιανὸς Α΄

Τόσο ἡ πλειοψηφία τῶν μορφωμένων Βυζαντινῶν ὅσο καὶ οἱ μᾶζες τῶν κατοίκων τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας, ἔμεναν πιστοὶ στὴν ὀρθόδοξη Χριστιανικὴ παράδοση – στὴν παράδοση δηλαδὴ ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀποτελοῦσαν τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ποὺ ἡ πλήρωσή της τελικὰ ἦταν ὁπωσδήποτε σίγουρη, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ φαινομενικὴ κατάσταση τῶν πραγμάτων. Γι’ αὐτὸν τὸ λαὸ τῶν ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, τὰ ὀνόματα Ἕλλην καὶ Πλάτων ἐξακολουθοῦσαν νὰ εἶναι ἐχθρικὰ καὶ ἀποκρουστικά. Ἐνῶ, ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ τουρκικὴ κατάκτηση σήμαινε γι’ αὐτοὺς κάτι ἐντελῶς διαφορετικό.

Σήμαινε πρῶτα ἀπ’ ὅλα μιά πρόσκαιρη τιμωρία γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ εἶχε διαπράξει αὐτὸς ὁ λαὸς ἀπέναντι στὸν Θεό του (παρόμοια μὲ τὴν τιμωρία τῆς αἰχμαλωσίας τῆς Βαβυλῶνος)· σήμαινε ἀκόμη, ἂν καὶ κάπως πιὸ ἔμμεσα, μιὰ θεία παρέμβαση, ποὺ θὰ ἐμπόδιζε τὴν ὁλοφάνερα ἀναπόφευκτη ὑποδούλωση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ στὴ σχισματική, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε αἱρετική, Δύση καὶ στὸν Πάπα της. «Καλύτερα σαρίκιον Μωαμεθανοῦ παρὰ μίτρα Λατίνου», ἦταν ἡ κλασσικὴ ἔκφραση ποὺ ἔδειχνε τὴ συναίσθηση ὅτι ὑπῆρχε ἡ θεία πρόνοια σ’ αὐτὴ τὴν παρέμβαση.

Ἔτσι, οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ - κι’ αὐτὸς ἦταν ὁ μόνος κοινὸς τίτλος ποὺ εἶχαν οἱ σύγχρονοι κάτοικοι τῶν ἑλληνικῶν ἐδαφῶν τὴν ἐποχὴ τῆς τουρκικῆς κατάκτησης – μὲ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀποδέχτηκαν καὶ πίστεψαν ἕνα μῦθο ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τοὺς εἶχε προσφέρει ὁ Πλήθων καὶ οἱ ὀπαδοί του: ἀποδέχτηκαν σὰν δίκαιη τὴν προσδοκία ὅτι μιὰ μέρα, ἀργὰ ἢ γρήγορα (λίγο ἐνδιέφερε τὸ πότε), ὁ Θεὸς θὰ ὁδηγοῦσε τὸν ἐκλεκτὸ λαό Του ἔξω ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία, θὰ τοῦ ἔδινε πίσω ὅλα ὅσα εἶχε χάσει ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Φράγκους.

Κι’ ἀφοῦ καθαριζόταν ἀπ’ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀδυναμίες της, ἡ Χριστιανικὴ Αὐτοκρατορία – τὸ βασίλειο τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς – θ’ ἀναγεννιόταν μέσα σ’ ὅλη τὴν πρώτη της δόξα, ὄχι σὰν καρπὸς μιᾶς ἰδιαίτερης προσπάθειας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μετάνοια, τῶν ὀρθόδοξων Χριστιανῶν, ἀλλὰ σὰν μέρος μιᾶς ἐξέλιξης στὴν παγκόσμια τάξη πραγμάτων, ποὺ κατευθυνόταν ἀπὸ τὴ θεία θέληση. Μέσα σὲ λίγα χρόνια ἀπὸ  τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης, κυκλοφοροῦσαν κι’ ὅλας ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς τραγούδια, ποὔλεγαν γιὰ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης καὶ τῆς μεγάλης ἐκκλησιᾶς της, τῆς Ἁγιὰ-Σοφιᾶς:
Πάλι μὲ χρόνια, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θἆναι.
Ἔτσι, στὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς περιόδου, βλέπουμε τὸ μέλλον τῶν Χριστιανῶν κατοίκων τῆς ἄλλοτε Αὐτοκρατορίας νὰ διαγράφεται μὲ τὴ μορφὴ δύο ἀσυμφιλίωτων μύθων. Ὁ πρῶτος εἶχε γεννηθῆ ἀπὸ τὴν πίστη σ’ ἕνα κλασσικὸ παρελθόν, καὶ ὁ δεύτερος ἀπὸ τὴν πίστη στὴ συνέχιση τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πεπρωμένου τοῦ χριστιανικοῦ Βυζαντίου. 

Μιχαὴλ Ψελλὸς

Ἦταν ὁ δεύτερος μῦθος, ὅπως τὸν διατήρησε καὶ τὸν ἔθρεψε πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἔδωσε στοὺς ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου τὴ δύναμη νὰ διασώσουν μιὰ συνείδηση ταυτότητας μέσα ἀπὸ τοὺς μακροὺς αἰῶνες τῆς τουρκικῆς κατοχῆς.

Κι’ ὅμως, ἀπὸ μιὰ παράξενη εἰρωνεία, ὁ πρῶτος μῦθος, μολονότι ἀποκομμένος ἀπὸ τὴ ζωὴ σχεδὸν ἀμέσως μὲ τὴ γέννησή του ὅπως παρατηρήσαμε, ἔρριξε ὡστόσο τὸ σπόρο του, πέρα ἀπὸ κάθε προσδοκία, σὲ μιὰ γῆ ἐχθρική, ὅπου ρίζωσε κι’ ἀναπτύχθηκε μὲ τέτοια δύναμη, ὥστε, ὅταν μεταφυτεύτηκε πίσω στὴ δική του γῆ, τὸν 17ο καὶ ἰδίως τὸν 18ο αἰώνα, ἁπλώθηκε μὲ μιὰ ὁρμὴ ἐκπληκτική.

Ἴσως δὲν εἶναι ἀρκετὰ φανερὸς ὁ συσχετισμὸς ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ ρεῦμα τῶν κλασσικῶν σπουδῶν, ὅπως ἀναπτύχθηκαν στὴ δυτικὴ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση ἕως καὶ πέρα ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα, καὶ στὰ πεπρωμένα τοῦ νέου ἑλληνικοῦ ἔθνους· καὶ ἀσφαλῶς, οἱ παιδαγωγοὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν μυήσει γενιὲς σπουδαστῶν στὰ μυστήρια τῶν ὁμηρικῶν μετοχῶν καὶ τῶν ἀττικῶν μεταφορῶν, δὲν θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ πιστέψουν ὅτι θἀρχόταν μιὰ μέρα, ποὺ σὰν ἔμμεσο ἀποτέλεσμα τῶν κόπων τους, οἱ λαοὶ ἑνὸς νέου ἑλληνικοῦ βασιλείου θὰ ὕψωναν τὸ βασιλικό τους παλάτι καὶ τὰ κρατικά τους κτίρια κάτω ἀπὸ τὸν ἐρειπωμένο Παρθενῶνα, ἔχοντας βαθειὰ τὴν πεποίθηση ὅτι ἐπὶ τέλους ἀνασταίνουν καὶ πάλι στὴ γῆ ὅπου γεννήθηκε, τὴν ἔνδοξη κληρονομιὰ τῶν προγόνων τους Περικλῆ καὶ Φειδία.

Ἐν τούτοις θὰ πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι στὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Βαρλαάμ, ὁ ἑλληνομαθὴς μοναχὸς ἀπὸ τὴν Καλαβρία, ἄρχισε νὰ διδάσκει ἑλληνικὰ στὸν γέρο Πετράρχη, μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ George Gordon, Λόρδος Βύρων, ξεψύχησε μέσα στὰ ἕλη τοῦ Μεσολογγιοῦ, πραγματοποιήθηκε μιὰ ἀσυνήθιστη ἐξέλιξη στὴν πνευματικὴ νοοτροπία τοῦ καλλιεργημένου Εὐρωπαίου.

Ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ δὲν εἶχε μόνο μιὰ ζωτικὴ ἐπίδραση στὸν τρόπο ποὺ ὁ Εὐρωπαῖος ἀντιμετώπιζε τοὺς σύγχρονους κατοίκους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γῆς· εἶχε ἐπίσης μιὰ ζωτικὴ ἐπίδραση στὸν τρόπο ποὺ οἱ ἴδιοι αὐτοὶ κάτοικοι ἀντιμετώπιζαν τὸν ἑαυτό τους.

Ἐπικρατοῦσε ἄλλοτε ἡ ἄποψη ὅτι μετὰ τὶς σταυροφορίες, καὶ ἰδιαίτερα μετὰ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ἐκ νέου ἀνακάλυψη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλολογίας στὴ Δύση προκάλεσε τὸ φαινόμενο ποὺ εἶναι ἀπὸ τότε γνωστὸ ὡς Ἀναγέννηση· καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ Ἀναγέννηση σήμαινε τὴν ἀναβίωση τῆς παιδείας καὶ τοῦ στοχασμοῦ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου.

Σήμερα, ἔχει γίνει συνειδητὸ ὅτι ἡ ἄποψη αὐτὴ δὲν εἶναι ὁλότελα σωστή. Ἡ Ἀναγέννηση, κατὰ κύριο λόγο, ἀντανακλᾶ μιὰ σύνθεση ἀπὸ κατάλοιπα γαλλικῶν μεσαιωνικῶν ἐπιδράσεων μὲ μιὰ περιορισμένη καὶ ἀνόμοια ἰταλικὴ ἐντόπια παράδοση.

Αὐτὴ ἡ ἐντόπια παράδοση ἔφτανε ὥς πίσω στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια καὶ ἔβρισκε ἔκφραση ὄχι τόσο πολὺ στὴν ποίηση καὶ στὴν τέχνη, ὅσο στὴ λαϊκὴ ἐκπαίδευση, στὶς νομικοῦ περιεχομένου συνήθειες καὶ σὲ μιὰ σπουδὴ γραμματικῆς καὶ ρητορικῆς. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλολογία, μολονότι ὑπῆρχαν σταθερὲς πολιτικὲς καὶ ἐμπορικὲς σχέσεις ἀνάμεσα στὴν Ἰταλία καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴ μεσαιωνικὴ περίοδο, ἐντούτοις λίγοι Ἰταλοὶ πρὶν ἀπὸ τὸν 15ο αἰώνα γνώριζαν τὰ ἑλληνικά, καὶ ἀκόμη λιγώτεροι διάβαζαν τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς στὸ πρωτότυπο.

Πετράρχης

Τὰ ἑλληνικὰ κείμενα ποὺ εἶχαν μεταφραστῆ στὰ λατινικὰ κατὰ τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα, κυρίως ἀπὸ ἀραβικὲς μεταφράσεις, περιορίζονταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ σὲ μαθηματικά, ἀστρολογία, ἀστρονομία, ἰατρικὴ καὶ ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 14ου αἰώνα κι’ ἄλλα ἔργα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλολογίας ἄρχισαν νὰ διαδίδονται στὴ Δύση, σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερη ἔκταση. Τοῦτο ὀφείλονταν τόσο στὴν ἄφιξη Βυζαντινῶν λογίων, ὅσο καὶ στὴν ἀκάματη ἐργασία Ἰταλῶν λογίων, ποὺ ταξίδευαν στὴν Κωνσταντινούπολη, διψασμένοι γιὰ ἑλληνικὴ γνώση.

Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, Ἰταλοὶ οὑμανιστές, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Πετράρχης, ἄρχισαν νὰ διαβάζουν τοὺς «κλασσικούς». Ἀλλὰ ἡ ἐνασχόληση αὐτὴ τῶν οὑμανιστῶν μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, δὲν ἐπήγαζε ἀπὸ κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καθ’ ἑαυτὴν ἢ γιὰ τοὺς κατοίκους της. Προερχόταν μᾶλλον ἀπὸ τὶς γραμματικὲς καὶ ρητορικές τους μελέτες.

Γιατὶ ἧταν οἱ διάδοχοι τῆς λατινικῆς παράδοσης τῆς ars dictaminis καὶ ars aregendi, τῆς τέχνης τῆς ἐπιστολογραφίας καὶ τῆς τέχνης τῆς εὐγλωττίας. Μελετοῦσαν λοιπὸν τοὺς Ἕλληνες συγγραφεῖς, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔβρισκαν σ’ αὐτοὺς τὰ καλύτερα πρότυπα γιὰ τὶς τέχνες ποὺ σπούδαζαν.

Οἱ Ἰταλοὶ οὑμανιστὲς δὲν προσκόμισαν κανένα σχεδὸν νέο στοιχεῖο στὴ ρωμαϊκὴ παράδοση τῆς ρητορικῆς, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα νέο «κλασσικὸ» στύλ. Στὴν πραγματικότητα, εἶναι παραπλανητικὸ νὰ σκεφτόμαστε ὅτι ὁ οὑμανισμὸς στὴν ἀφετηρία του σήμαινε ἕνα νέο τρόπο ζωῆς.

Ὁ οὑμανισμὸς τῆς Ἀναγέννησης ἦταν ἀρχικὰ ἕνας τεχνικὸς ὅρος ποὺ ἐφαρμοζόταν σ’ ἕναν ὁρισμένο τομέα σπουδῶν καὶ οὑμανιστὲς ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ συγκέντρωναν τὸ ἐνδιαφέρον τῶν μελετῶν τους στὴ γραμματικὴ καὶ τὴ ρητορική, σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὴ λογικὴ καὶ τὴ φυσικὴ φιλοσοφία τῶν σχολαστικῶν.

Τοῦτο σημαίνει, ἀπὸ τὴν ἄποψη ποὺ ἐξετάζουμε ἐδῶ, ὅτι μολονότι ὑπῆρχε ἕνας αὐξημένος σεβασμὸς γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλολογία τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀναγέννησης, δὲν εἶχε ἐντούτοις δημιουργηθῆ, στὴν ἀρχὴ τουλάχιστο, κανένας ἰδιαίτερος θαυμασμὸς γιὰ τὰ ὑπάρχοντα φυσικὰ μνημεῖα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, κι’ ἀκόμη λιγώτερο γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες σὰν ἕνα σύνολο ἢ γιὰ τὸν χαρακτήρα τους ἢ γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς τους.

Καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ γνωριμία μ’ αὐτὴ τὴ φιλολογία γινόταν μέσω τῆς ρωμαϊκῆς παράδοσης καὶ ὄχι ἀπ’ εὐθείας. Κατὰ συνέπεια, ἡ στάση τῶν Ἰταλῶν οὑμανιστῶν πρὸς τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες βασιζόταν κυρίως στὴν ἀνάγνωση τῶν Λατίνων συγγραφέων ποὺ προτιμοῦσαν, τῆς Δημοκρατίας καὶ τῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ οἱ γνῶμες ποὺ σχημάτιζαν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνάγνωση ἦταν γενικά, κάθε ἄλλο παρὰ κολακευτικές.

Μανουὴλ Β΄ Παλαιολόγος

Ὅπως ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος, οἱ λέξεις ἑλληνιστὴς καὶ λόγιος ἦταν οἱ δυὸ περιφρονητικὲς ἐκφράσεις ποὺ εἶχαν πάντα ἕτοιμες στὰ χείλη τους οἱ τεχνίτες καὶ οἱ διάφοροι ἄλλοι ἐργατικοὶ ἄνθρωποι στὴ Ρώμη. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Βιργίλιος, ὁ Πλαῦτος, ὁ Γιουβενάλης, ὁ Πλίνιος, ὁ Κικέρων, ὁ Λίβιος, ὁ Σενέκας, καὶ πολλοὶ ἄλλοι, συμφωνώντας μὲ τὸ λαό, δυσφήμιζαν στὰ γραπτά τους τοὺς Ἕλληνες κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο καὶ διαδήλωναν μὲ ἐξαιρετικά, πολλὲς φορές, ὑβριστικὴ φρασεολογία τὴν ἀποστροφὴ ἢ τὸν χλευασμό τους γιὰ τὴν προπέτεια, τὴ διπροσωπία, τὴν ψευδολογία, τὴ λαγνεία, τὴ ματαιοδοξία καὶ τὴν ὑποκριτικὴ δουλικότητα ποὺ τοὺς χαρακτήριζε.

Ὅλα αὐτὰ προξενοῦσαν βαθειὰ ἐντύπωση στοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἀναγέννησης σὲ βαθμὸ ὥστε αὐτὴ ἡ ἐξευτελιστικὴ ἔννοια τῆς λέξης Ἕλλην, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν λατινικὴ φιλολογία, ἐξακολουθοῦσε νὰ ἔχει ἀπήχηση ἀκόμη καὶ μέσα στὴ νεώτερη εὐρωπαϊκὴ φιλολογία, μέχρι τουλάχιστο καὶ τὸν 19ο αἰώνα.

Ἀκόμη περισσότερο, ἡ στάση ποὺ εἶχαν πάρει ἀπέναντι στὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα γενικὰ οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἀναγέννησης καὶ οἱ περὶ τὰ κλασσικὰ ἀσχολούμενοι διάδοχοί τους στὴν Ἰταλία, τὴ Γαλλία, τὴν Ἀγγλία καὶ ἀλλοῦ, εἶχε αὐτόματα ἐπεκταθῆ καὶ στοὺς σύγχρονους λαοὺς ποὺ ἐξακολουθοῦσαν νὰ κατοικοῦν στὴ νότια περιοχὴ τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου, στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ στὶς ἀνατολικὲς ἀκτὲς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Διότι τότε ἀκόμη, πρὶν ἀρχίσουν οἱ νεώτερες ἐθνολογικὲς ἔρευνες ποὺ ἀπασχόλησαν μεταγενέστερες μελέτες, οἱ λαοὶ αὐτοὶ θεωροῦνταν, ἐντελῶς φυσικά, σὰν ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.

Ἡ ἀνασύσταση τῆς κλασσικῆς παράδοσης κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Ἀναγέννησης στὴ ρωμαϊκή, ἢ ἀκριβέστερα ἴσως, στὴ ρωμαιο - ἑλληνιστική της μορφή, εἶχε δύο συνέπειες μεγάλης σπουδαιότητας γιὰ τὸ μέλλον τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Ἡ πρώτη εἶχε τὶς ρίζες της στὶς ἀξίες αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς παράδοσης. 

Ἐδῶ πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι αὐτὴ ἡ «κλασσικίζουσα» παράδοση ἦταν, κατὰ κύριο λόγο, ἡ δημιουργία τῶν πόλεων τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου. Ὅταν, μετὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου διαμορφώθηκε αὐτὸς ὁ κόσμος, τὰ σημαντικώτερα κέντρα του ἦταν τὰ μεγάλα ἐμπορικὰ συγκροτήματα ὅπως ἡ Ἀλεξάνδρεια, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Ἕφεσος, ποὺ κυριαρχοῦσαν σ’ ὁλόκληρη τὴ μεσανατολικὴ περιοχή.

Οἱ πόλεις αὐτὲς εἶχαν σχεδιαστῆ πάνω στὰ πρότυπα τῶν πόλεων τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ἀλλὰ ἡ ὑπόστασή τους εἶχε θεμελιωθῆ στὸ κενὸ - in vacuo. Πολιτιστικά, ἔμεναν χωρὶς ρίζες, χωρὶς δικές τους τοπικὲς παραδόσεις. Ἐν τούτοις, ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἑλληνικῆς διασπορᾶς καὶ ἡ κύρια γλώσσα τους ἦταν ἡ ἑλληνική.

Γι’ αὐτό, ὅταν κάποτε γεννήθηκε ἡ ἀνάγκη νὰ πληρωθῆ τὸ κενό, νὰ ἀναζητήσουν κάτι ποὺ νὰ ἀντισταθμίσει τὴν ἔλλειψη αὐτόχθονων ριζῶν, ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ στραφοῦν πίσω στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παιδεία, οἱ πολίτες αὐτῶν τῶν νέων ἑλληνιστικῶν πόλεων ἀναζήτησαν τὴν πνευματικὴ βάση γιὰ τὸν δικό τους πολιτισμό.

Γεώργιος Γεμιστὸς Πλήθων

Προσπάθησαν νὰ μιμηθοῦν τὰ πρότυπα ποὺ τοὺς πρόσφερε ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ νὰ διαμορφώσουν τὸν κόσμο τους πάνω στ’ ἀχνάρια τῆς Ἀθήνας τοῦ 5ου αἰώνα. Υἱοθέτησαν τὴ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, προσπάθησαν νὰ στοχαστοῦν μὲ τὶς κατηγορίες τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ προσαρμόσουν τὴ ζωή τους μέσα στὸ σχῆμα μιᾶς παληᾶς καὶ ξεπερασμένης ἐποχῆς.

Ἤθελαν τὰ ἔπη τους καὶ οἱ ὕμνοι τους νὰ μοιάζουν μὲ τοῦ Ὁμήρου, τὰ πεζά τους μὲ τὰ ἀττικὰ πρότυπα. Κατασκεύασαν γλωσσάρια ἀπὸ δύσκολες ποιητικὲς λέξεις, γλωσσάρια γιὰ τὸν Ὅμηρο, συστήματα γραμματικῆς, ὀγκώδεις τόμους γιὰ τὴν ἀττικὴ σύνταξη καὶ γιὰ τὸ ὕφος τοῦ κωμικοῦ καὶ τραγικοῦ λόγου.

Ἐκεῖνο ποὺ προσπαθοῦσαν στὴν πραγματικότητα νὰ κάνουν, ἦταν νὰ διαμορφώσουν ἕνα τέλειο ὄργανο γιὰ νὰ μιμοῦνται τὰ κλασσικὰ ἐκεῖνα πρότυπα ποὺ τὰ θεωροῦσαν σὰν τὶς ἰδανικὲς μορφὲς πνευματικῆς καλλιέργειας, τοῦ ἴδιου τοῦ πολιτισμοῦ. Τὰ πρότυπα αὐτὰ προμήθευαν τοὺς κανόνες σύμφωνα μὲ τοὺς ὁποίους θὰ ἔπρεπε νὰ κρίνεται ἡ ἀξία καὶ ἡ ὀμορφιὰ γιὰ κάθε πράγμα. Ἡ μεγάλη διαδικασία τῆς ἐξιδανίκευσης τοῦ κλασσικοῦ χρυσοῦ αἰώνα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ποὺ τόση σύγχυση ἔφερε στὴν κατοπινὴ πνευματικὴ ἱστορία τῆς Εὐρώπης, εἶχε ἀρχίσει.

Εἶναι ἀναμφίβολα χαρακτηριστικὸ σὲ κάθε τέτοια ἐξέλιξη τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ ἐξιδανίκευση συνεπαγόταν ἕνα εἶδος ἀφαιρετικῆς διαδικασίας, ποὺ προκαλοῦσε μιὰ οὐσιαστικὴ διάσταση ἀνάμεσα στὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ χρυσοῦ παρελθόντος καὶ σὲ ὁποιαδήποτε συγκεκριμένη ἱστορικὴ πραγματικότητα· καὶ ἀκόμη ὅτι ἐκεῖνο ποὺ πράγματι ἀντιπροσωπεύει αὐτὴ ἡ εἰκόνα εἶναι μιὰ μυθολογικὴ ἐπικύρωση ὁρισμένων ἀξιῶν ποὺ γιὰ ἐντελῶς τοπικοὺς ψυχολογικοὺς λόγους εἶχαν ἀποκτήσει σπουδαιότητα.

Πρόκειται κυρίως γιὰ τὶς ἀξίες ποὺ ἀπέβλεπαν στὴν καθιέρωση μιᾶς καθαρὰ ἀνθρώπινης καὶ ἐγκόσμιας ὑπεροχῆς μέσα καὶ μέσω ἑνὸς πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ σύμπαντος, ποὺ ἦταν δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ποὺ λειτουργοῦσε, κατὰ τὸ δυνατόν, μὲ τοὺς νόμους μιᾶς ὀρθολογιστικῆς ἑρμηνείας τῆς ζωῆς.

Σ’ αὐτὴ λοιπὸν τὴ λατρεία γιὰ τὴν κλασσικὴ χρυσὴ ἐποχὴ τῆς Ἑλλάδας εἶχαν ἀποκρυσταλλωθῆ, ὅπως ὑποστηριζόταν, τὰ ὑπέρτατα ἰδανικὰ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ κουλτούρας, ποὺ ἡ Ρώμη κληρονόμησε ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο. Πράγματι, ὁλόκληρο τὸ ἐπιβλητικὸ οἰκοδόμημα τῆς παιδείας γιὰ τοὺς πολίτες βασιζόταν, ὅλο καὶ περισσότερο, στὴν ἀνάδειξη καὶ διάδοση τῶν κλασσικῶν ἰδεωδῶν καὶ στὴν ἀναγωγή τους σὲ οἰκουμενικὰ σύμβολα κρίσης καὶ αἰσθητικῆς.

Ἐν τούτοις ἀργότερα, ἡ πειθαρχία στὴν παιδεία καθ’ ἑαυτὴν γινόταν καθαρὰ ἕνα ζήτημα φιλολογικῆς συνήθειας καὶ λογιοτατισμοῦ, ἕνα σύστημα καλῶν ἢ ἐλευθέρων τεχνῶν (bonae ἢ liberales artes) ποὺ βασιζόταν στὴ μελέτη τῆς γραμματικῆς καὶ τῆς ρητορικῆς καὶ στὴν ἀνάγνωση τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας. Ἡ συνέπεια ἦταν νὰ δοθῆ στὸν κλασσικισμὸ αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ φιλολογικὴ καὶ αἰσθητικὴ ἀπόκλιση ποὺ τόσο ἔντονα εἶχε ἀποδοκιμάσει ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων. 

Γεννάδιος Β΄ (Γεώργιος Σχολάριος)

Ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ἀκαδημαϊκῆς διδασκαλίας ἔδωσε σ’ ὁλόκληρη τὴν κατοπινὴ ἐξέλιξη τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ αὐτὸν τὸν ρητορικὸ χαρακτήρα, αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ φόρμα καὶ τὸ αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀκόμα ὥς τώρα, μόλις καταφέρνει νὰ ἐλευθερωθῆ.

Ἐπιστρέφοντας στὰ ρωμαϊκὰ πρότυπα τῆς παιδείας, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἀναγέννησης προετοίμαζαν οὐσιαστικὰ τὸ θρίαμβο μιᾶς νέας στάσης ἀπέναντι στὴν ἀνθρώπινη ζωὴ καὶ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ὁ οὑμανισμὸς μπορεῖ νὰ ὑπῆρξε στὴν ἀφετηρία του ἕνας τεχνικὸς ὅρος ποὺ ἐφαρμοζόταν σ’ ἕναν ὁρισμένο τομέα σπουδῶν. Ὡστόσο, μέσα σ’ αὐτὴ τὴ μεταστροφὴ τῆς παιδείας ὑπῆρχε τὸ σπέρμα μιᾶς πνευματικῆς ἀνταρσίας ἐναντίον τοῦ παπικοῦ - ἱεροκρατικοῦ δόγματος μιᾶς παγκόσμιας societas christiana, μαζὶ μὲ ὅλα ὅσα ἀντιπροσώπευε.

Ἐνῶ συγχρόνως, δυνάμωνε ἡ πίστη στὴ φυσική, τὴν ἔμφυτη ἱκανότητα τοῦ ἀτόμου νὰ ρυθμίζει ὁ ἴδιος τὶς ὑποθέσεις του καὶ νὰ ἐπιδιώκει τὴν τελείωσή του, χρησιμοποιώντας τὶς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ του στὸ καθαρὰ γήϊνο καὶ νατουραλιστικὸ ἐπίπεδο τῆς societas humana.

Ἡ νέα αὐτὴ πίστη, ποὺ συστηματοποιήθηκε κυρίως στὶς Ἀβερρο - Ἀριστοτελικὲς σχολὲς τῆς βόρειας Ἰταλίας καὶ εἰδικώτερα στὰ πανεπιστήμια τῆς Bologna καὶ τῆς Padua ἀναζήτησε φυσικὰ τὴ φιλοσοφική της θεμελίωση στὶς κατηγορίες τοῦ Ἀριστοτέλη.

Ὅσο γιὰ τὰ πνευματικά, κυρίως φιλολογικὰ πρότυπα, ὑπῆρχαν μέσα σ’ αὐτὴ τὴ ρωμαιο - ἑλληνιστικὴ κλασσικὴ παράδοση, τῆς ὁποίας περιγράψαμε πάρα πάνω τὴ γένεση καὶ ἐπεξεργασία. Ἀπὸ δῶ προέρχεται καὶ τὸ σύνθημα τῆς Ἀναγέννησης «πίσω στοὺς κλασσικούς».

Στὴν κλασσικὴ παιδεία γενικὰ ἐπρόκειτο νὰ βρεθοῦν οἱ ἀξίες γιὰ τὸ νέο πολιτισμὸ ποὺ γεννιόταν, γιὰ τὸ νέο ἀνθρωπιστικὸ κόσμο. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα κι’ ὁ Πετράρχης ἰσχυριζόταν ὅτι μόνον οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Λατίνοι συγγραφεῖς μποροῦσαν νὰ σταθοῦν ὑπόδειγμα γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, πῶς νὰ χαίρεται τὴ φύση, πῶς νὰ καλλιεργεῖ τὴ φιλία, καὶ γι’ ἄλλα ἀκόμη.

Τὸ μέγα ἔργο τῆς δημιουργίας πνευματικῶν καὶ πολιτιστικῶν βάσεων γιὰ τὸν σύγχρονο εὐρωπαϊκὸ πολιτισμὸ εἶχε ἀρχίσει – καὶ μάλιστα ὑπὸ ὅρους ποὺ συνεπάγονταν ἕναν ἐξαιρετικὸ σεβασμὸ γιὰ τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία καὶ μιὰ ἐξιδανίκευση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς κουλτούρας.

Ἐν τούτοις αὐτὸς ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἐξιδανίκευση δὲν ἐμπόδισαν νὰ δημιουργηθῆ, ὅπως εἴδαμε, μιὰ ἰδιαίτερα κυνικὴ καὶ ταπεινωτικὴ ἰδέα γιὰ τὸν χαρακτήρα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ποὺ προερχόταν κυρίως ἀπὸ Λατίνους συγγραφεῖς. Τοῦτο ἦταν ἡ δεύτερη συνέπεια μεγάλης σημασίας γιὰ τὸ μελλοντικὸ ἑλληνικὸ κράτος, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀναβίωση τῆς κλασσικῆς παράδοσης κατὰ τὴν ἀναγέννηση ἔγινε στὴ ρωμαιο - ἑλληνιστική της μορφή.

Γεώργιος Τραπεζούντιος

Οἱ συνέπειες αὐτὲς εἶχαν ἀρχίσει κι’ ὅλας ν’ ἀποκτοῦν τὴ σοβαρότητά τους κατὰ τὸν δέκατο ἕβδομο αἰώνα. Οἱ κλασσικοὶ φιλόλογοι εἶχαν βέβαια ἐκπληρώσει τὸ ρόλο τους – νὰ δώσουν δηλαδὴ μιὰ πνευματικὴ βάση στὴ μεσο - ἀστικὴ ἐπανάσταση τῆς Ἀναγέννησης - ἤδη ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 16ου αἰώνα.

Ἐντούτοις, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ μόρφωση αὐτῶν τῶν φιλολόγων εἶχε σὰν βάση καὶ σὰν περιεχόμενο, συγχρόνως, μιὰ ἀνεξέλεγκτη ἀπομίμηση τῶν προτύπων τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἐσήμαινε αὐτόματα ὅτι ὅσο περισσότερες πληροφορίες μποροῦσαν νὰ βρεθοῦν γι’ αὐτὸν τὸν ἀρχαῖο κόσμο, τόσο τὸ καλύτερο, κι ἀκόμη, ὅτι ξεχωριστὸ σημάδι μιᾶς σωστῆς καὶ προσεγμένης καλλιέργειας ἦταν ἡ ἀγάπη γιὰ τὰ καλλιτεχνικά του ἀριστουργήματα. Τοῦτο στάθηκε ἡ ἀφορμὴ ν’ ἀρχίσουν τὰ διάφορα ταξίδια μὲ παρόμοιους, λίγο πολύ, στόχους. Οἱ πρῶτοι ποὺ ἄρχισαν νὰ ταξιδεύουν ἦταν οἱ ἴδιοι οἱ φιλόλογοι.

Στὴ Δύση ὑπῆρχε ἤδη ἕνας ἀρκετὰ μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ ἔργα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλολογίας, ποὺ αὐξήθηκε ἀκόμη περισσότερο μὲ ὅσα ἔφεραν μαζί τους οἱ Ἕλληνες ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ Μυστρᾶ καὶ ἄλλα πνευματικὰ κέντρα. Ὡστόσο θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα ἀκόμα, ἰδίως στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, καθὼς πιστευόταν, ἕνας ὁλόκληρος βιβλιογραφικὸς πλοῦτος ποὺ εἶχε συσσωρευθῆ ἐκεῖ, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἔχει ἐντελῶς καταστραφῆ ἢ διασκορπισθῆ τὸν καιρὸ τῆς ἅλωσης.

Ἐπὶ πλέον, ὑπῆρχαν κι’ ἄλλες πηγὲς πληροφοριῶν ζωτικῆς σημασίας σὲ ἑλληνικοὺς τόπους, γιὰ ὅσους ἐνδιαφέρονταν νὰ συμπληρώσουν τὶς γνώσεις τους γύρω απ’ τὴν ἀρχαιότητα, ποὺ θὰ μποροῦσαν ὄχι μόνο νὰ διευρύνουν τὸ φιλολογικὸ ὑλικό, ἀλλὰ καὶ νὰ χρησιμεύσουν στὸν ἔλεγχό του. Τέτοιες πηγὲς ἀποτελοῦσαν τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἀρχιτεκτόνων καὶ μηχανικῶν, τῶν γλυπτῶν, τῶν κεραμιστῶν.

Γύρω ἀπ’ αὐτὰ τὰ τελευταῖα, κυρίως, συγκεντρώθηκε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ δραστηριότητα τῶν μορφωμένων Εὐρωπαίων, ποὺ ἀποτελοῦσαν κατὰ κάποιον τρόπο τὰ προϊόντα τῆς κλασσικῆς ἐκπαίδευσης τῶν σχολῶν καὶ πανεπιστημίων τῆς Εὐρώπης.

Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς διάδοσης τῶν κλασσικῶν ἰδεῶν ἀνάμεσα στὶς νέες τάξεις τῶν ἀστῶν καὶ ἐμπόρων, ἦταν ἡ δημιουργία ἑνὸς νέου τύπου οὑμανισμοῦ. Ἦταν ὁ οὑμανισμὸς ἐκείνων ποὺ τὰ εἶχαν καταφέρει καλὰ στὸ νέο ἀστικὸ κόσμο, εἶχαν γίνει πλούσιοι, πιθανῶς εἶχαν κερδίσει καὶ κάποιον τίτλο, καὶ μὲ τὴ μόρφωσή τους εἶχαν καλλιεργήση τὴν κλίση γιὰ τὴν κλασσικὴ παιδεία.

Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κλίση εἶχαν τώρα τὴ δυνατότητα – τόσο τὴν οἰκονομικὴ ὅσο καὶ τὴν πνευματική – νὰ ἱκανοποιήσουν, καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ποὺ ὄχι μόνο κολάκευε τὴ ματαιοδοξία τους, ἀλλὰ ἦταν καὶ σὲ ἁρμονία μὲ τὰ πιὸ ἐκλεπτυσμένα ἰδανικὰ τοῦ πολιτισμοῦ. Στὴν οὐσία, αὐτοὶ οἱ ντιλεττάντες κύριοι ἐνδιαφέρονταν λιγώτερο γιὰ τὴν ἀκαδημαϊκὴ γνώση τῆς ἀρχαιότητας καὶ περισσότερο γιὰ τὸν ὑλικό της πλοῦτο. 

George Gordon, Λόρδος Βύρων

Ἤθελαν ν’ ἀποκτήσουν τὰ ἴδια τὰ ἀντικείμενα τῆς ἀρχαιότητας. Ἡ πλησιέστερη καί, καθὼς πιστευόταν, ἡ πλουσιώτερη πηγὴ τέτοιων ἀντικειμένων ἦταν ἡ Ἰταλία. Ἐκεῖ ὅμως οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν φυσικὰ τὸ προβάδισμα, ὁ ἀνταγωνισμὸς ἦταν ἔντονος, οἱ τιμὲς ὑψηλές.

Ἐνῶ οἱ ἑλληνικοὶ τόποι, ἦταν ἀκόμα σχετικὰ ἀνεξερεύνητοι καὶ ἀνεκμετάλλευτοι καὶ μποροῦσαν ν’ ἀποδώσουν σημαντικὴ λεία. Ὅσο γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν ἀντικειμένων ποὺ θὰ τοὺς ἀπέδιδαν οἱ ἐκδρομικές τους ἐκστρατεῖες, οἱ οὑμανιστὲς αὐτοὶ εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ ζητήσουν τὶς ὑπηρεσίες μιᾶς ἄλλης τάξης ξένων στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο, τῶν ἐμπόρων.

Στὸν τομέα αὐτὸν οἱ Βενετοὶ καὶ οἱ Γενοβέζοι εἶχαν διαπρέψει ἀρκετοὺς αἰῶνες πρὶν ἀπ’ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ εἶχαν τὸ προνόμιο νὰ κατέχουν ἀκόμη ὁρισμένα ἑλληνικὰ ἐδάφη. Οἱ Βενετοὶ κατεῖχαν τὴν Κρήτη καὶ τὰ Ἰόνια νησιά, οἱ Γενοβέζοι τὴ Χίο.

Ὡστόσο, κατὰ τὸν δέκατο ἕκτο αἰώνα, ἐμφανίστηκαν οἱ Γάλλοι καὶ οἱ Ἄγγλοι, δεινοὶ ἀνταγωνιστές. Μὲ τὴν ἐμπορικὴ συνθήκη ποὺ ἔκλεισαν τὸ 1535 ἡ Γαλλία καὶ ἡ Τουρκία, οἱ Γάλλοι ἔμποροι ἀπέκτησαν εἰδικὰ προνόμια στὶς κτήσεις τοῦ Σουλτάνου. Καὶ τὸ 1580, ὁ Σουλτάνος Ἀμουρὰτ ὁ 3ος ἐξέδωσε ἕνα χάρτη προνομίων γιὰ τοὺς Ἄγγλους ἐμπόρους, ὅπου τοὺς παραχωροῦσε τὰ ἴδια δικαιώματα ποὺ εἶχαν καὶ οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι ἔμποροι στὰ ἐδάφη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, ἱδρυόταν ἡ «Ἑταιρία τῆς Ἀνατολῆς» (Levant Company).

Philip Owen Arnould Sherrard

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου