Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Philip Sherrard, Ἡ Ἰδέα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Μέρος β΄)

Philip Sherrard

Ἡ Ἰδέα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Μέρος β΄)*


* Ἀπὸ τὸ βιβλίο: John Campbell καὶ Philip Sherrard, Modern Greece [Νεότερη Ἑλλὰς], Νέα Ὑόρκη: Frederick A. Praeger, 1968, σελ. 19 - 43


Μετάφραση: Ντίνα Κουρούκλη


Ὅλα αὐτὰ ἐσήμαιναν ὅτι κατὰ τὸν δέκατο ἕκτο, τὸν δέκατο ἕβδομο καὶ δέκατο ὄγδοο αἰώνα ὁ ἀριθμὸς τῶν καλλιεργημένων Εὐρωπαίων ποὺ ἐπισκέπτονταν τὰ διάφορα ἑλληνικὰ μέρη αὐξήθηκε ὑπερβολικά. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ὑπῆρχαν βέβαια καὶ πολλοὶ ποὺ ἔρχονταν σὰν ἁπλοὶ προσκυνητὲς ἑνὸς πολιτισμοῦ, νὰ γνωρίσουν ἀπὸ κοντὰ τὸν κάθε τόπο ὅπου οἱ ἀρχαῖοι εἶχαν ἐπιτελέσει τὶς ἡρωϊκές τους πράξεις ἢ εἶχαν ἐκφράσει τὶς εὐγενικές τους σκέψεις· ἀλλὰ ὑπῆρχαν καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ἔρχονταν γιὰ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν συστηματικὰ τοὺς ἀρχαίους θησαυρούς, κλέβοντας τὰ χειρόγραφα ἀπ’ τὶς μοναστηριακὲς βιβλιοθῆκες, ἀντιγράφοντας ἐπιγραφὲς καὶ σχεδιάζοντας ναούς, ἀφαιρώντας ὁλόκληρα ἀετώματα ἢ ἀκόμα ἀκολουθώντας σὰν ἐφημέριοι τοὺς ἐμπόρους κορινθιακῆς σταφίδας ἢ τῶν κρασιῶν Malmsey.

Καὶ ὅπου κι’ ἂν ταξίδευαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, κουβαλοῦσαν μαζί τους τὸ ὄνειρο τῆς μεγάλης χρυσῆς ἐποχῆς τῆς Ἑλλάδας, τὶς ἀπόψεις τους γιὰ τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα, τὶς προερχόμενες κυρίως ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν Λατίνων συγγραφέων, καὶ τὴν πεποίθηση, οὐσιαστικὰ ἀδιαμφισβήτητη μέχρι τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα, πὼς οἱ σύγχρονοι κάτοικοι ποὺ συναντοῦσαν στὰ ταξίδια τους ἦταν οἱ φυλετικοὶ ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων. 

Απόστολος Παῦλος

Ἔτσι, μέσ’ ἀπὸ τὴν πολύτιμη φιλολογία ὅπου οἱ ταξιδιῶτες αὐτοὶ κατέγραφαν τὶς ἐμπειρίες τους ἢ τὶς ἀνακαλύψεις τους, ἄρχισε νὰ ἀκούγεται ἡ ἀτέλειωτη καὶ ἀναπόφευκτη ἐπωδὸς γιὰ τὴν ἀντίθεση ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα στὴν ἀρχαία δόξα καὶ τὴ σύγχρονη παρακμὴ τῶν Ἑλλήνων.

Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα, ὅταν ὁ George Sandys δημοσίευσε τὸ βιβλίο του «Ἀφήγηση ἑνὸς ταξιδιοῦ ποὺ ἄρχισε ἐν ἔτει σωτηρίω 1610» - ἑνὸς ταξιδιοῦ σὲ χῶρες ποὺ «ἐνῶ ἦταν κάποτε τόσο ξακουστὲς γιὰ τὴ δόξα καὶ τὴν εὐτυχία τους, εἶχαν γίνει τώρα, μὲ τὴν κακομοιριὰ καὶ τὴν ἀγραμματοσύνη, τὸ πιὸ ἀξιοθρήνητο θέαμα ἔσχατης δυστυχίας»· καὶ σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ 18ου αἰώνα, ὅπου ἕνας Gibbon, ἀπηχώντας ἀπὸ δεύτερο χέρι τὶς ἐντυπώσεις αὐτῆς τῆς ταξιδιωτικῆς φιλολογίας, ἔγραφε γιὰ τοὺς σύγχρονους Ἀθηναίους ὅτι «περπατᾶνε μὲ μιὰ νωχελικὴ ἀδιαφορία ἀνάμεσα στὰ ἔνδοξα ἐρείπια τῆς ἀρχαιότητας· καὶ τόση εἶναι ἡ κατάπτωση τοῦ ἤθους τους, ὥστε εἶναι ἀνίκανοι νὰ θαυμάσουν τὴ μεγαλοφυΐα τῶν προγόνων τους»· ἀκόμη τέλος, καὶ μέχρι τὰ σαλπίσματα τοῦ λόρδου Βύρωνα ἡ ἴδια ἐπωδὸς ἐξακολουθεῖ ν’ ἀκούγεται.

Σὲ μᾶς σήμερα, ἡ ἄποψη αὐτὴ μπορεῖ βέβαια νὰ φαίνεται ἀποκρουστικὴ καὶ χονδροειδής, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ τὴν ὑποστήριζαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἁπλῶς ἡ συνέπεια μιᾶς φλογερῆς πίστης· καὶ πρέπει τουλάχιστο νὰ παραδεχθῆ κανεὶς ὅτι δὲν εἶναι πολὺ χειρότερη ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἀντίστοιχη ἐκδοχὴ ποὺ ἐμφανίζεται συχνά, γιὰ τὸν κυνισμὸ τῶν Ἑλλήνων.

Ποιὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ εἶχαν αὐτὲς οἱ περιοδεῖες καὶ οἱ ἐπαφὲς μὲ τοὺς σύγχρονους ἐπιζῶντες κατοίκους αὐτῶν τῶν ἄλλοτε δοξασμένων τόπων; Γιὰ νὰ δώσουμε μιὰ σωστὴ ἐξήγηση σ’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι οἱ συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἔζησαν οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ στὶς ἑλληνικὲς χῶρες κατὰ τοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν τὴν τουρκικὴ κατάκτηση, δὲν τοὺς δημιούργησαν καμμιὰ ριζικὴ ἀλλαγὴ πνευματικοῦ ἢ ἠθικοῦ περιεχομένου: ἐξακολουθοῦσαν πάντα νὰ παραμένουν αὐτὸ ποὺ ὑπῆρξαν κατὰ τὴ βυζαντινὴ ἐποχή.

Τὸ γεγονὸς μάλιστα ὅτι ὁ Σουλτάνος, σύμφωνα μὲ τὴν ἰσλαμικὴ παράδοση, θεωροῦσε τοὺς ὀρθόδοξους χριστιανοὺς ὑπηκόους του σὰν ἕνα «ἔθνος» (millet), τοῦ ὁποίου ἡ κεφαλή, ὄχι μόνο ἡ πνευματικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ κοσμική, ἦταν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινούπολης, ὁδήγησε στὸ νὰ ἀπονεμηθοῦν στὸν Πατριάρχη προνόμια ποὺ, μέσα σ’ ὁρισμένα ὅρια, τοῦ ἔδιναν τὴν εὐθύνη γιὰ ὅλη τὴν πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση αὐτοῦ τοῦ χριστιανικοῦ «ἔθνους».

Στὴν πραγματικότητα ὁ Πατριάρχης συνδυάζοντας τὶς ἐξουσίες τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τοῦ Πατριάρχη, κατέληξε νὰ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς ἑνὸς κράτους ἐν κράτει. Ἐνῶ οἱ ἴδιοι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, προστατευμένοι ἀπὸ τὸν ἱερὸ ἰσλαμικὸ νόμο ποὺ τοὺς ἐξασφάλιζε τὴν ἀνεξιθρησκεία ἀπαγορεύοντας τὸν ἀναγκαστικὸ προσηλυτισμὸ γιὰ τοὺς «λαοὺς τῆς Βίβλου» ποὺ εἶχαν ὑποταγῆ στὴν μωαμεθανικὴ κυριαρχία, ἦταν στὴν οὐσία ἐλεύθεροι νὰ κανονίζουν μόνοι τους τὶς ὑποθέσεις τους, πολιτικὲς καὶ θρησκευτικές.

Ἀβερρόης (Ibn Rushd)

Χωρίς ἀμφιβολία, ὑπῆρξαν βάσανα καὶ πίκρες – χειρότερο ἀπ’ ὅλα ἴσως, τὸ παιδομάζωμα, ἕνα σύστημα ζωντανοῦ φόρου, ποὺ ξεδιάλεγε τὰ παιδιὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ τὰ προετοίμαζε μὲ κατάλληλη διαπαιδαγώγηση γιὰ νὰ καταλάβουν ἀργότερα θέσεις στὸ στρατὸ τοῦ Σουλτάνου ἢ καὶ στὰ τουρκικὰ σπίτια σὰν σκλάβοι. Ἐν τούτοις, γενικὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι οἱ χῶρες ποὺ ἀνῆκαν στὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριάρχη ἀποτελοῦσαν, σὲ περιορισμένη ἔννοια, μιὰ ἀνασύσταση τοῦ Βυζαντίου.

Κι’ ἀκόμη, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τῶν ἑλληνικῶν περιοχῶν, κατόρθωσαν, σ’ ὅλη τὴν περίοδο τῆς τουρκικῆς κατοχῆς, νὰ διασώσουν τὴν ταυτότητά τους σὰν ἕνας μὴ - δυτικὸς λαός, ὄχι μόνο χάρη στὶς ἐμπειρίες ποὺ εἶχαν ζώντας κάτω ἀπ’ τὸν τουρκικὸ ζυγό, ἀλλὰ κυρίως χάρη σ’ αὐτὴ τὴ διάρκεια τῆς πνευματικῆς καὶ θρησκευτικῆς παράδοσης τοῦ Βυζαντίου, ποὺ σὰν Αὐτοκρατορία, ὅπως καὶ ἡ Ὀθωμανική, δὲν εἶχε τὸ κέντρο της στὴ δυτικὴ Εὐρώπη, οὔτε κὰν στὴν εὐρωπαϊκὴ Ἑλλάδα.

Ἐπὶ πλέον, θὰ πρέπει ἀκόμα νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ στάση τῶν ὀρθόδοξων Χριστιανῶν πρὸς τοὺς λαοὺς τῆς δυτικῆς Εὐρώπης δὲν ἦταν καθόλου εὐνοϊκή, τόσο στὸ ἐκκλησιαστικό, ὅσο καὶ στὸ λαϊκὸ ἐπίπεδο. Κατ’ ἀρχήν, ἡ δυτικὴ Εὐρώπη σὰν σύνολο, ἀντιπροσώπευε μιὰ γιγάντια ἀποστασία ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ οἱ λαοί της ἦταν σχισματικοὶ ἢ αἱρετικοί, γεγονὸς ποὺ εἶχε ἐξαιρετικὴ σημασία καὶ ποὺ τοὺς τοποθετοῦσε σὲ μιὰ στάθμη χαμηλότερη ἀκόμα κι’ ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἰσλάμ.

Ἔπειτα οἱ Σταυροφόροι, καὶ ἰδιαίτερα ἡ λεηλασία τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς «Σταυροφόρους» τὸ 1204, εἶχαν ἀφήσει μιὰ κληρονομιὰ ἔσχατης δυσπιστίας, ἂν ὄχι ἐχθρότητας, γιὰ τὴν παρουσία δυτικῶν Εὐρωπαίων στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο καὶ τὰ γειτονικὰ ἐδάφη. Αὐτὴ τὴ δυσπιστία καὶ τὴν ἐχθρότητα, τὴν ἔτρεφαν κυρίως οἱ ἐμπορικὲς δραστηριότητες τῶν Βενετῶν καὶ τῶν Γενοβέζων, ποὺ σὲ πολλὲς περιπτώσεις κατέληγαν σὲ οὐσιαστικὴ κατοχὴ ὀρθόδοξων περιοχῶν.

Ὅλα αὐτὰ εἶχαν δώσει στοὺς ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς τὴν εὐκαιρία νὰ συγκρίνουν τὴ συμπεριφορὰ τῶν δυτικῶν μὲ αὐτὴ τῶν Τούρκων, καὶ πάλι τὸ συμπέρασμα σπάνια ἔβγαινε ὑπὲρ τῶν δυτικῶν, ποὺ μὲ τὴν ἁρπακτικότητά τους γενικὰ εἶχαν δημιουργήσει ἕνα κλῖμα ἔντονης δυσφορίας. Χαρακτηριστικὸ εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰώνα οἱ Βενετοὶ ὑπὸ τὸν περίφημο Μοροζίνη ἐκπορθοῦσαν τὸ Μορηᾶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὁ ἐνθουσιασμὸς καὶ ἡ ὑποστήριξη τῶν ντόπιων κατοίκων ἔλειπαν σὲ βαθμὸ θλιβερό.

Ἐπὶ πλέον, μὲ τὴν παρακίνηση τῶν ἐμπόρων, κατέφθασαν καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ θρησκευτικὰ τάγματα τῶν σχισματικῶν ἢ αἱρετικῶν ἀδελφῶν τους, μὲ διαθέσεις προσηλυτισμοῦ. Οἱ Ἰησουΐτες ἦταν στὴν Ἀθήνα τὸ 1645 καὶ οἱ Γάλλοι Καπουτσίνοι τὸ 1658. 

Ἰωάννης Ἀργυρόπουλος

Ἰησουΐτες εἶχαν ἐπίσης ἐγκατασταθῆ στὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν Κέρκυρα, τὴ Ζάκυνθο καὶ σ’ ἄλλες θέσεις – κλειδιὰ μέσα στὸ Ἀρχιπέλαγος, ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴ βενετσιάνικη κυριαρχία ἢ ἐπιρροή. Αυτὸ φυσικὰ δυνάμωνε ἀκόμη περισσότερο τὴν ἐχθρότητα ποὺ εἶχαν ἤδη προκαλέσει οἱ Φράγκοι μὲ τὴν παρουσία τους καὶ τὶς ἀξιώσεις τους.

Ἔτσι, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἡ χαμηλὴ ἐκτίμηση ποὺ οἱ οὑμανιστὲς τῆς Δύσης ἔτρεφαν γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους Χριστιανούς, βρισκόταν σὲ ἀμοιβαιότητα μὲ τὴν ἴδια, ἂν ὄχι καὶ χαμηλότερη ἰδέα ποὺ οἱ Χριστιανοὶ αὐτοὶ εἶχαν γιὰ τοὺς Φράγκους. Δυστυχῶς, γραπτὲς μαρτυρίες γιὰ τὴ στάση τῶν Χριστιανῶν εἶναι σπάνιες. Καὶ ἴσως τὴν πιὸ εὔγλωττη μαρτυρία θὰ τὴ βροῦμε γραμμένη ὄχι ἀπὸ κανέναν ὀρθόδοξο, ἀλλὰ σ’ ἕνα βιβλίο γραμμένο ἀκριβῶς ἀπὸ ἕναν δυτικὸ Εὐρωπαῖο.

Τὸ βιβλίο αὐτὸ, «Ἀθήνα, ἀρχαία καὶ σύγχρονη», εἶχε ἐκδοθῆ τὸ 1675 στὰ γαλλικὰ καὶ τὸ 1676 στὰ ἀγγλικὰ μὲ τὸν τίτλο: «Ἀπολογισμὸς ἑνὸς πρόσφατου ταξιδιοῦ στὴν Ἀθήνα – μὲ παρατηρήσεις γιὰ τὴν ἀρχαία καὶ τὴ σύγχρονη κατάσταση τῆς ἔνδοξης αὐτῆς πόλης». Συντάκτης τοῦ κειμένου αὐτοῦ ἦταν ὁ Γάλλος de Guillet, ὁ ὁποῖος βασίστηκε σὲ διάφορα ἀρχεῖα, φιλολογικὰ καὶ ἰδιωτικὰ γιὰ τὴν Ἀθήνα, τὰ μνημεῖα της καὶ τοὺς ἀνθρώπους της.

Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα ἐνδιαφέροντα θέματα, ἀναφέρεται καὶ ἡ ὁμιλία ἑνὸς Ἀθηναίου ἐκκλησιαστικοῦ, ἕνα εἶδος ἀπάντησης στὶς συνηθισμένες (καὶ ἀνόητες) κοινοτυπίες ποὺ ἄκουσε νὰ λέγονται ἀπὸ ἕναν ὅμιλο δυτικῶν ταξιδιωτῶν γιὰ τὴν τωρινὴ κατάσταση τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν κατοίκων της. Ἀξίζει νὰ παραθέσουμε τὴν ὁμιλία, διότι, παρόλο ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ μιὰ κατὰ κυριολεξία ἀντιγραφή, ἀποδίδει ὡστόσο αὐτὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἡ ἄποψη τῶν πιὸ μορφωμένων Χριστιανῶν ὑπηκόων τοῦ Σουλτάνου πάνω στὸ θέμα ποὺ ἐξετάζουμε.
«Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ξένοι ποὺ ἔρχονται στὴν Ἀθήνα καὶ παρατηροῦν τὴ σημερινὴ κατάσταση τῆς χώρας, θρηνολογοῦν γιὰ τὶς κακοτυχίες μας καὶ ἐκφράζουν μεγαλόστομα τὴ θλίψη τους γιατὶ βλέπουν μιὰ τόσο ξακουσμένη Πολιτεία μέσα στ’ ἁρπακτικὰ χέρια τῶν «βαρβάρων», καὶ μὲ εὐλαβικὸ ζῆλο κατακρίνουν αὐτὴ τὴ φιλοδοξία ποὺ κυριεύει τοὺς ἡγεμόνες σας καὶ τοὺς σπρώχνει νὰ κομματιάζονται ἀναμεταξύ τους ἀντὶ νὰ συμμαχοῦν ἐναντίον τῆς τυραννίας τῶν Τούρκων, γιὰ τὸ δικό τους καὶ γιὰ τὸ δικό μας συμφέρον.

Αὐτὸ εἶναι τὸ κοινὸ αἴσθημα καὶ ἡ συζήτηση ὅλων τῶν ταξιδιωτῶν ποὺ ἔρχονται στὰ μέρη μας. Ἀλλὰ τί σημαίνει αὐτό; δὲν εἶναι παρὰ ἄστοχη κουβέντα, καὶ δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι σὲ πεντακόσια ἢ ἑξακόσια χρόνια ἀπὸ τώρα, θὰ συζητοῦν τὸ ἴδιο ἄστοχα γιὰ τὸν κακὸ χειρισμὸ τῆς Δύναμης καὶ τῆς Ἐλευθερίας ἀνάμεσά σας – καὶ φυσικὰ ἡ λύση δὲν θὰ εἶναι πιὸ εὔκολη. Οἱ δικοί σας ἡμιμαθεῖς «σοφοὶ» μᾶς περιπαίζουν γιὰ τὴν ἄγνοιά μας, ἔχουν ὅμως δίκηο;

Μήπως δὲν σταθήκαμε πρόθυμοι νὰ ἐπικοινωνήσουμε μαζί σας στ’ ἀρχαία χρόνια καὶ νὰ σᾶς μεταδώσουμε τὶς γνώσεις μας γιὰ τὶς ὑψηλότερες ἐπιστῆμες; Ἀλλὰ κι’ ὅταν λησμονήσατε ὅσα εἴχατε διδαχτῆ ἀπὸ τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Ἐπίκουρο, πάλι ἐμεῖς σᾶς στείλαμε στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰώνα τὸν Ἀργυρόπουλο, τὸν Θεόδωρο Γαζῆ, τὸν Γεώργιο Γεμιστὸ καὶ τὸν Ἀντώνικο νὰ σᾶς ξαναδώσουν τὶς γνώσεις τους. Φαίνεστε νὰ σᾶς ξαφνίζουν τὰ λόγια μου, ἀλλὰ γιὰ ποιοὺς μᾶς παίρνετε, ἐμᾶς τοὺς Ἀθηναίους;

Θεόδωρος Γαζῆς

Καὶ γιὰ νὰ σᾶς ἀποστομώσω, φυλάω τελευταῖο τὸν φτωχὸ ἀλλὰ ἀσύγκριτο Καλόγερο Βησσαρίωνα, τὸν ὁποῖο ἕνας ἀπὸ τοὺς Πάπες σας ἔκαμε Καρδινάλιο καὶ τὸν ἔστειλε Λεγᾶτο στὴ Γαλλία τὸ 1472, γιὰ νὰ κανονίσει τὶς διαφορὲς ἀνάμεσα στὸν Λουδοβῖκο 11ο καὶ τὸν Κάρολο, τελευταῖο Δούκα τῆς Βουργουνδίας...

Δὲν παίρνω ὅρκο, ἀλλὰ ἀμφιβάλλω ἄν, μὲ ὅλη σας τὴ δεξιότητα στὴ λατινικὴ ἀνεκδοτολογία, ἀκούσατε ποτὲ τὴν ἱστορία ποὺ θὰ σᾶς πῶ· ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἦταν πλατωνικός, ὁ Γεώργιος ὁ Τραπεζούντιος περιπατητικός: αὐτὲς οἱ δύο Σχολὲς ἦταν ἄλλοτε σὲ μεγάλη ἀντιζηλία καὶ ἴσως καὶ σήμερα δὲν εἶναι οἱ καλύτεροι φίλοι.

Ὁ Γεώργιος ὁ Τραπεζούντιος ἔγραψε ἐναντίον τῶν Δογμάτων τοῦ Πλάτωνα καὶ δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐργασίες του ποὺ ἔπεσαν στὰ χέρια σας ὑπῆρξαν ἡ αἰτία ποὺ ὁ Ἀριστοτέλης ἔγινε τελευταῖα δεκτὸς στὶς Σχολές σας. Ἐλᾶτε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἢ στὴ Σινώπη, τὸ ξακουστὸ λιμάνι στὴ Μαύρη Θάλασσα, καὶ θὰ βρῆτε καθηγητὲς τῆς φιλοσοφίας ποὺ μποροῦν νὰ συζητοῦν μαζί σας γιὰ ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια. Ἡ μετριοφροσύνη μου δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ ἐκείνους ποὺ θὰ βρῆτε στὴν Ἀθήνα.

Σ’ αὐτὲς τὶς τρεῖς πόλεις ὑπάρχουν δημόσιες Σχολές, ὅπου διδάσκονται οἱ φιλοσοφικὲς ἰδέες. Ἀλλὰ στὶς ὑπόλοιπες πόλεις τῆς Ἑλλάδας δὲν ἔχουμε ἄλλη Ἐπιστήμη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ μᾶς διδάσκει τὴν περιφρόνηση γι’ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸν ἐρχόμενο.

Ἡ δική μας φιλοσοφία μᾶς διδάσκει ν’ ἀποστρεφόμαστε τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ θεολογία μας νὰ προσευχόμαστε. Ὁ μέγας Ἀπόστολος στὸν ὁποῖο τούτη ἡ Πόλη χρωστᾶ τὸν προσηλυτισμό της, γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς μίλησε, κι’ αὐτὸ ἦταν ἡ κύρια βάση καὶ ἡ προοπτικὴ τῶν Ἐπιστολῶν ποὺ ἔγραψε γιὰ μᾶς.

Ἀλλὰ ἐσεῖς, σᾶς παρακαλῶ, τί καρποὺς ἀποκομίζετε ἀπὸ τὴν τεχνητή σας εὐγλωττία; ἀπὸ τὴ θορυβώδη σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς Σχολές σας; ἀπὸ τοὺς ματαιόδοξους καὶ πεισματικοὺς ἀγῶνες τῶν Δασκάλων σας, τὶς χιμαιρικὲς διατριβές σας ποὺ σεῖς ὀνομάζετε Κριτικὴ ἐνῶ γιὰ μᾶς δὲν εἶναι τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ ἀνοησίες;

Τὰ μεγάλα ἐρωτήματά σας στὴ Φιλοσοφία εἶναι μᾶλλον λεπτομέρειες ποὺ ἱκανοποιοῦν τὴν περιέργεια παρὰ ζητήματα οὐσίας – μὲ λίγα λόγια, καθαρὰ μεταφυσικοὶ διαλογισμοὶ πέρα, ἂν ὄχι καὶ ἀντίθετα ἀπὸ κάθε μεταφυσικὴ ἐμπειρία, ἱκανοὶ νὰ περιπλέξουν μᾶλλον παρὰ νὰ φωτίσουν τὴν Ἀλήθεια· ἐνῶ οἱ ὡραιολογίες τοῦ μεγάλου σας Κολλεγίου γίνονται ἡ αἰτία ἢ καὶ τὸ ὑπόβαθρο γιὰ Νέες Αἱρέσεις, ὑπερβολικὰ Δόγματα, τερατώδεις Δοξασίες, Συμμαχίες, Ἐμφυλίους Πολέμους καὶ διαφθορὰ σὲ ζητήματα Δικαιοσύνης.

Ἀπὸ τότε ποὺ παραμερίστηκε ὁ Πλάτων ἀπὸ τὶς Σχολές σας κι’ ἔγινε δεκτὸς ὁ Ἀριστοτέλης, πόσοι ἀπὸ τοὺς σοφοὺς Δασκάλους σας δὲν ἔκαμαν τὸ περιπατητικὸ Δόγμα θεμέλιο τῆς Χριστιανοσύνης τους, ἀπορρίπτοντας τὴν Αὐθεντία τῆς Γραφῆς, καὶ ὄχι μόνο εἶχαν τὶς ἀμφιβολίες τους ἀλλὰ διερευνοῦσαν σὲ φλογερὲς συζητήσεις τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ κατὰ τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ!...»

Βασίλειος Βησσαρίων

Ἡ ὁμιλία αὐτὴ παρουσιάζει ἐνδιαφέρον ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις. Γιατὶ ἐνῶ φανερώνει μιὰ σημαντικὴ γνώση τοῦ ὑστερνοῦ βυζαντινοῦ φιλοσοφικοῦ κόσμου, συγχρόνως δείχνει πολὺ καθαρὰ ὅτι τὸ μεγάλο σῶμα τῶν ὀρθόδοξων Χριστιανῶν παραμένει ἀδιαίρετα πιστὸ στὴ χριστιανικὴ ἑρμηνεία τῆς ζωῆς ποὺ κληρονόμησε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ ὅτι στὸ φῶς αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας ἀντιμετωπίζει τὶς παρεκτροπὲς καὶ τὶς ὑπερβολὲς τῆς Δύσης, ἀποδίδοντάς τες ἀκριβῶς στὸ γεγονὸς ὅτι αὐξάνει τὸ γόητρο τῶν παγανιστικῶν φιλοσόφων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀριστοτέλη.

Φανερώνει ὅμως ἐπίσης καὶ ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ - ἢ τουλάχιστον ἐκεῖνοι ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ - ἔχουν ἐντελῶς ἀποδεχτῆ τὴν δυτικο – εὐρωπαϊκὴ ἄποψη γιὰ τὴ γενεαλογία τους: ὅτι δηλαδὴ οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου εἶναι οἱ νόμιμοι καὶ γνήσιοι κληρονόμοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων· ὅτι ἡ γλώσσα τους εἶναι ἡ ἴδια· καὶ ὅτι οἱ πατέρες τους ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ ἔγραψαν τὰ μεγάλα ἔργα καὶ ὕψωσαν τὰ μεγαλόπρεπα μνημεῖα.

Μέρος αὐτοῦ τοῦ μύθου, ποὺ θεμελίωσε κυρίως ὁ Πλήθων κατὰ τὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς περιόδου, ἔχει ξαναγυρίσει καὶ σήμερα μὲ τὸν τρόπο καὶ τὴ μορφὴ ποὺ ἀναφέραμε, καὶ εἶναι στὸ ἑξῆς ριζωμένος μέσα στὴ συνείδηση τοῦ σύγχρονου Ἕλληνα: εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἀπόγονος τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα καὶ ἡ αἴσθηση τῆς ἱστορικῆς του ταυτότητας ὁρίζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν πεποίθηση.

Ἐντούτοις, τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἐξηγεῖ τὸ πῶς ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ μύθου - ὅτι δηλαδὴ μόνον οἱ ἀξίες τῆς κλασσικῆς παράδοσης μποροῦν ν’ ἀποτελέσουν τὴ βάση γιὰ τὴν ἀναγέννηση τοῦ νέου ἑλληνικοῦ ἔθνους – μπόρεσε νὰ ἐκτοπίσει τὶς πατροπαράδοτες χριστιανικὲς ἀξίες, σὲ σημεῖο ὥστε τὴν ἐποχὴ ποὺ ξέσπασε ὁ πόλεμος τῆς Ἀπελευθέρωσης τοῦ 1821, τὰ ἰδανικὰ γιὰ τὰ ὁποῖα πολεμοῦσαν οἱ Ἕλληνες δὲν ἦταν πιὰ μιὰ θεοκρατικὴ Χριστιανικὴ Οἰκουμένη, ἀλλὰ ἡ ἵδρυση ἑνὸς ἐθνικοῦ κράτους πάνω σὲ καθαρὰ κοσμικὰ καὶ δυτικὰ πρότυπα.

Αὐτὴ ἡ ριζικὴ ἀλλαγὴ στὴ συνείδηση τῶν ὀρθόδοξων Χριστιανῶν - ἢ τουλάχιστον σὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαίνοντες ἀνάμεσά τους – μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῆ ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ στὴ στάση τῶν δυτικο – εὐρωπαίων ἀπέναντί τους, κατὰ τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα καὶ ἰδιαίτερα στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου.

Ἡ νίκη τῶν δυτικῶν στρατιῶν ἐναντίον τῶν Τούρκων κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Βιέννης τὸ 1683, ἔδειξε καθαρὰ ὅτι ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία δὲν ἦταν πιὰ σὲ θέση νὰ ἐπιβάλει μιὰ στρατιωτικὴ λύση στὶς διαφορές της μὲ τὴν Εὐρώπη καὶ δυνάμωσε τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μποροῦσε πράγματι νὰ δοθῆ σύντομα ἕνα τέλος στὴν τουρκικὴ κυριαρχία στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη.

Thomas Hobbes

Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι τὸ ζήτημα τῆς διαδοχῆς τῶν Τούρκων στὶς χῶρες αὐτὲς ἔγινε τὸ ἄμεσο καὶ ἐνδιαφέρον μέλημα ποὺ ἀπασχόλησε τὶς μεγάλες εὐρωπαϊκὲς δυνάμεις, ἀνάμεσά τους καὶ τὴ Ρωσία. Ἀλλὰ ἐσήμαινε ἀκόμη, κατὰ προέκταση, ὅτι οἱ διεθνεῖς συμπάθειες καὶ προτιμήσεις τῶν Χριστιανῶν ὑπηκόων τοῦ Σουλτάνου στὶς ἑλληνικὲς χῶρες δὲν ἦταν πλέον ἕνα θέμα ἐντελῶς ἀσήμαντο.

Ἐπὶ πλέον, αὐτὴ ἡ καινούργια συναίσθηση τῆς δυνατότητας ν’ ἀποκατασταθῆ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος σὰν ἕνας σύμμαχος στὸ μεγάλο παιχνίδι τῶν διεθνῶν πολιτικῶν ἐπιρροῶν, δημιούργησε ταυτόχρονα μιὰ ρομαντικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν χαρακτήρα τοῦ σύγχρονου Ἕλληνα, τὶς ἔμφυτες δυνάμεις καὶ τὰ στοιχεῖα ποὺ τὸν συνιστοῦσαν. Ἡ δυτικὴ ἐξιδανίκευση γύρω ἀπὸ κάθε τι τὸ ἑλληνικὸ ἐπηρέασε ἀναπόφευκτα καὶ τὴν πατροπαράδοτη ἄποψη ποὺ εἶχαν οἱ Λατίνοι γιὰ τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα.

Μὲ τὴν τωρινὴ ἀντίληψη, οἱ ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦσαν στὸ χῶρο τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας ἦταν ὁπωσδήποτε, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, γνήσια «προϊόντα» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ ἐνδιέφεραν τοὺς κλασσικοὺς οὑμανιστὲς τῆς Δύσης τουλάχιστο τόσο ἄμεσα ὅσο καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο κλασσικὸ προϊόν. Πραγματικά, εἶχαν φτάσει σχεδὸν νὰ θεωροῦνται τὰ πιὸ ἐνδιαφέροντα κατάλοιπα ποὺ πλημμύριζαν τὴν ἑλληνικὴ σκηνή, ἱκανὰ νὰ ρίξουν περισσότερο φῶς στὶς συνήθειες καὶ τὶς ἰδιότητες τῶν ἀρχαίων ἀπ’ ὅ,τι οἱ κολόνες, οἱ ἐπιγραφὲς ἢ τὰ ἀγγεῖα.

Καὶ γινόταν πλέον ὅλο καὶ πιὸ δύσκολο νὰ παραδεχτῆ κανεὶς ὅτι κάτι ποὺ ἦταν γνήσια ἑλληνικὸ μποροῦσε νὰ μὴν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως ἀξία. Δὲν θὰ ἦταν μᾶλλον περισσότερο ἀληθινὸ νὰ δεχτῆ κανεὶς ὅτι οἱ ὁλοφάνερες ἀδυναμίες τοῦ ἑλληνικοῦ χαρακτήρα ὀφείλονταν στὶς ἀφόρητες συνθῆκες ποὺ τοῦ εἶχε ἐπιβάλει ὁ τουρκικὸς ζυγός; - ὁπότε, τὸ συμπέρασμα ποὺ ἔβγαινε ἀπ’ τὴ σκέψη αὐτὴ ἦταν ὅτι μὲ τὸ σπάσιμο τοῦ ζυγοῦ, ἡ ἀρχαία φύση αὐτοῦ τοῦ χαρακτήρα θὰ ἔλαμπε πάλι σ’ ὅλη της τὴ δόξα.

Οἱ μοντέρνες θεωρίες τοῦ Ρουσσώ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιὰ ἔμφυτη καλωσύνη, ἀλλὰ τὰ δεσμὰ ποὺ τοῦ ἐπιβάλλουν οἱ δόλιοι καὶ ἰσχυροὶ ἄνθρωποι τὴν ἐμποδίζουν νὰ ἐκδηλωθῆ, ἐνίσχυαν τὶς νέες φιλελληνικὲς τάσεις. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐνάρετος κατὰ τὸ μέτρο ποὺ διασώζει ἢ συνειδητοποιεῖ τὴν ἐλευθερία του καὶ τὰ φυσικά του δικαιώματα. Ὅσο ἀπογυμνώνεται ἀπὸ αὐτά, γίνεται φαῦλος καὶ ἐκφυλισμένος.

Ἐξ ἄλλου, οἱ Εὐρωπαῖοι τῆς Δύσης, ποὺ εἶχαν οἰκοδομήσει τὸν πολιτισμό τους πάνω στὶς ἀξίες ποὺ δημιούργησαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, δὲν εἶχαν μήπως χρέος ἀναμφισβήτητο νὰ βοηθήσουν τοὺς ἀπογόνους αὐτῶν τῶν ἀρχαίων νὰ ξαναβροῦν τὴν κληρονομιά, ποὺ τόσο ἄδικα τοὺς εἶχαν ἀποστερήσει; Ἡ εὐθύνη λοιπὸν ἐρχόταν νὰ ἐνισχύσει τὸ συναίσθημα. Κι’ ἔτσι, ἄρχισε νὰ παίρνει δύναμη τὸ μεγάλο παλιρροϊκὸ κῦμα τοῦ ρομαντικοῦ φιλελληνισμοῦ ποὺ ἔμελλε νὰ φέρει καὶ τὸν Μπάϋρον στὶς ἀκτὲς τοῦ Μεσολογγιοῦ.

Ἡ πολιτικὴ σκοπιμότητα, ἑπομένως, καὶ ἕνας νέος ρομαντικὸς φιλελληνισμὸς συνεργάστηκαν γιὰ νὰ ἐνθαρρύνουν τοὺς Ἕλληνες ν’ ἀποτινάξουν τὸν τουρκικὸ ζυγὸ καὶ ν’ ἀνασυγκροτηθοῦν σὰν ἔθνος. Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ τόσο οἱ πολιτικοὶ τῆς Δύσης ὅσο καὶ οἱ φιλέλληνες θεωροῦσαν ἔθνος, ἦταν φυσικὰ στὰ μέτρα τῶν δικῶν τους κοσμικῶν κρατῶν καὶ δὲν εἶχε τίποτα τὸ κοινὸ μὲ μιὰ θεοκρατικὴ κοινωνία, κατὰ τὰ βυζαντινὰ ἢ τὰ ἰσλαμικὰ πρότυπα.

John Locke

(Ἔτσι κι’ ἀλλοιῶς, ἐλάχιστοι ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς τῆς Δύσης καὶ τοὺς φιλέλληνες εἶχαν ὁποιαδήποτε ἰδέα ἢ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ Βυζάντιο, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἢ τὸ θεοκρατικὸ σχῆμα τῆς ἰσλαμικῆς κοινωνίας. Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶχαν, εἶναι πολὺ ἀπίθανο ὅτι θὰ δοκίμαζαν τὸν παραμικρὸ ἐνθουσιασμὸ γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ τρία).

Πάντως, οὔτε ὁ φιλελληνισμός, οὔτε ἡ διεθνὴς πολιτικὴ μόνο μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν σὰν αἰτία γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἕλληνες ξεσηκώθηκαν ἐναντίον τῶν Τούρκων, τὸ 1821, εἶχε κι’ ὅλας διαμορφωθῆ μέσα στὴ συνείδησή τους ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸ ἂν ἡ μορφὴ τῆς νέας κοινωνίας ποὺ θἄβγαινε μέσ’ ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τους θὰ βασιζόταν πάνω στὸν ὀρθόδοξο ἢ πάνω στὸν ἑλληνικὸ μῦθο – καὶ φυσικὰ ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἦταν ὑπὲρ τοῦ τελευταίου.

Ἀναφέραμε παραπάνω τὶς Ἀβερρο - Ἀριστοτελικὲς σχολὲς τῆς βόρειας Ἰταλίας τὸν δέκατο τέταρτο αἰώνα καὶ τὶς σχολὲς τῆς Κωνσταντινούπολης, τῆς Σινώπης καὶ τῶν Ἀθηνῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες λέγεται ὅτι περηφανευόταν ὁ ὀρθόδοξος κληρικὸς στὰ μέσα τοῦ δέκατου ἕβδομου αἰώνα.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ δὲν παρατηρήσαμε εἶναι ἡ στενὴ σχέση ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς τὶς σχολές, καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μέσα ἀπ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ σχέση μπόρεσε νὰ μεταδοθῆ μιὰ ἀπ’ τὶς σημαντικώτερες ἐπιρροὲς ποὺ διαμόρφωσαν τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων κατὰ τὰ τελευταῖα ἑκατὸ ἢ καὶ περισσότερα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση.

Ἡ μεγάλη ἀλλαγὴ ποὺ ἔφερε στὴ διανόηση τῆς δυτικῆς Εὐρώπης ἡ στροφὴ πρὸς τὴν ἀριστοτελικὴ Φιλοσοφία, τὸν δέκατο τρίτο καὶ δέκατο τέταρτο αἰώνα, συστηματοποιήθηκε κυρίως στὰ πανεπιστήμια τῆς Μπολόνιας καὶ τῆς Πάδουας. Πράγματι, ἡ ἀνακάλυψη πολλῶν ἀπὸ τὰ χαμένα ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη, τὸν δέκατο τρίτο αἰώνα, ὁδήγησε στὸν παραμερισμὸ τῆς ἱεροκρατικῆς ἀντίληψης τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, σὲ ὄφελος μιᾶς λαϊκοποιημένης καὶ τελικὰ μὴ χριστιανικῆς κοινωνικῆς ἀντίληψης, γιὰ ἕνα καθαρὰ φυσικὸ καὶ κοσμικὸ κράτος.

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ μεγάλοι Ἄραβες φιλόλογοι, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἀβερρόης, ἑρμήνευαν τὸν Ἀριστοτέλη, ἔκανε τὴν ἀντίθεση ἀνάμεσα στὴ χριστιανικὴ καὶ τὴν ἀριστοτελικὴ σκέψη νὰ φαίνεται περισσότερο ριζικὴ ἀπ’ ὅ,τι πράγματι ἦταν. Ὁπωσδήποτε ὅμως, οἱ νέες ἀριστοτελικὲς κατηγορίες δημιούργησαν γιὰ τὴν κατεστημένη χριστιανικὴ κοσμοθεωρία τὴν πρόκληση ἑνὸς διαφορετικοῦ συστήματος σκέψης.

Διότι οἱ κατηγορίες αὐτὲς – πεπερασμένες, ἐμπειρικές, ἀνθρωποκεντρικές, μὲ κύριο μέλημα τὴ θνητὴ εὐτυχία τοῦ ἀτόμου καὶ τὴν εὐημερία τῆς γήϊνης πολιτικῆς κοινωνίας σὰν αὐτοσκοπὸ - δὲν ἦταν φυσικὰ δυνατὸ νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὴ θεοκρατικὴ ἀντίληψη τῆς ζωῆς ποὺ χαρακτήριζε τὸν χριστιανικὸ Μεσαίωνα καὶ ποὺ ἐξακολουθοῦσε ἀκόμα ν’ ἀσκεῖ τὴν ἐπίδρασή της ἀνάμεσα στοὺς ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

Jean-Jacques Rousseau

Πραγματικά, ὁ νεο - Ἀριστοτελισμὸς ποὺ παραμέρισε τὴν Ἀβερρο - Ἀριστοτελικὴ παράδοση στὸ πανεπιστήμιο τῆς Πάδουας τὸν δέκατο πέμπτο καὶ δέκατο ἕκτο αἰώνα, ἦταν ἀναμφισβήτητα ὑλιστικὸς - ἑρμήνευε τὸ κάθε τι μὲ τὶς ἔννοιες μιᾶς καθαρὰ φυσικῆς καὶ ὀργανικῆς αἰτιοκρατίας. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ «νέα» φιλοσοφία ἀποτέλεσε τὴ βάση γιὰ τὶς θεωρίες ἐκεῖνες, πολιτικὲς καὶ ἄλλες, ποὺ κατὰ τὸν δέκατο ὄγδοο αἰώνα διαδόθηκαν σ’ ὅλη τὴν Εὐρώπη μὲ τόση ἐπιτυχία ἀπὸ τοὺς διάφορους πρωτεργάτες τοῦ Διαφωτισμοῦ.

Ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ εἶχαν καμμιὰ ἰδιαίτερη συνέπεια ὡς πρὸς τὴ διαμόρφωση τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας, ἂν δὲν συνέτρεχαν διάφορα τυχαῖα περιστατικά. Τὸ 1405 ἡ Πάδουα καταλήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ἑνετούς. Ἡ Ἑνετικὴ Γερουσία ἐπικύρωσε τὴν αὐτονομία καὶ τὰ προνόμια τοῦ πανεπιστημίου της, ποὺ οὐσιαστικὰ ἔγινε τὸ πανεπιστήμιο τῆς Ἑνετικῆς Δημοκρατίας.

Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ ἡ Ἀβερρο - Ἀριστοτελικὴ διδασκαλία καὶ τὸ νέο πνεῦμα τοῦ ἐπιστημονικοῦ ὑλισμοῦ ποὺ ἐπήγασε ἀπ’ αὐτήν, μπόρεσε ν’ ἀναπτυχθῆ ἀνεμπόδιστα στὴν Πάδουα, μ’ ἕναν τρόπο ποὺ θὰ ἦταν ἀδύνατος σ’ ὁποιοδήποτε ἄλλο εὐρωπαϊκὸ πανεπιστήμιο. Γιατὶ οὔτε ἡ Αὐλὴ τῆς Ρώμης, οὔτε ἡ Ἱερὴ Ἐξέταση εἶχαν τὴν ἐξουσία νὰ ἐπέμβουν στὶς ἐσωτερικὲς ὑποθέσεις τῆς Ἑνετικῆς Δημοκρατίας.

Σ’ αὐτὸ τὸ ἀνεξάρτητο πανεπιστήμιο τῆς Πάδουας ἄρχισαν νὰ ἔρχονται οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα ὅταν, μετὰ τὴν πτώση τῆς Πόλης, ἔχασαν πιὰ τὴ δυνατότητα γιὰ ἀνώτερη μόρφωση στὴν πατρίδα τους. Τοῦτο ἦταν βέβαια πολὺ φυσικό, πρῶτον γιατὶ πολλὲς ἀπ’ τὶς ἑλληνικὲς περιοχὲς βρίσκονταν τώρα στὰ χέρια αὐτῆς τῆς Ἑνετικῆς Δημοκρατίας, ποὺ ἐξασφάλιζε τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πανεπιστημίου τῆς Πάδουας ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς Ρώμης· καὶ δεύτερον, γιατὶ χάρη σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀνεξαρτησία, τὸ πανεπιστήμιο ἦταν σὲ θέση νὰ δέχεται ἀνάμεσα στοὺς σπουδαστές του κι’ ἐκείνους ποὺ ἀνῆκαν στὸ ὀρθόδοξο δόγμα.

Φυσικά, αὐτὸ σήμαινε ὅτι ἡ Πάδουα μπόρεσε νὰ ἐπωφεληθῆ ἀπὸ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ τῆς πρόσφεραν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐξέχοντες Ἕλληνες φιλολόγους τῆς ἐποχῆς, ποὺ συχνὰ εἶχαν στὴ διάθεσή τους πηγὲς ἄγνωστες ὥς τότε στὸ πανεπιστήμιο καὶ στὴ δυτικὴ Εὐρώπη γενικά.

Ἀλλὰ σήμαινε ἀκόμη καὶ ὅτι αὐτὸ τὸ ὀρθολογιστικὸ καὶ ὑλιστικὸ πνεῦμα ποὺ ἐπικρατοῦσε τότε στὴν Πάδουα, κυριάρχησε σ’ ὁλόκληρη τὴν ἀνώτερη παιδεία τῶν Ἑλλήνων, ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Πόλης ὥς τὸν Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας τοῦ 1821 καὶ ἐπηρέασε ὁρισμένα ἀπὸ τὰ πιὸ ἰσχυρὰ στοιχεῖα ποὺ διαμόρφωσαν τὸ πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ κλῖμα στὴν Ἑλλάδα αὐτῆς τῆς περιόδου.

Κάτω ἀπὸ τέτοιες λοιπὸν συνθῆκες, οἱ τάσεις αὐτὲς τῆς ἀριστοτελικῆς σκέψης μὲ τὶς ἀντίστοιχες ἔννοιες ἑνὸς φυσικοῦ καὶ κοσμικοῦ κράτους ἄρχισαν, μέσω τῆς Βενετίας, νὰ διεισδύουν στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ἕνας σημαίνων Ἕλληνας ἱστορικὸς βεβαίωνε ὅτι ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα ὀφείλει τὴν ἀναγέννησή της στὴν ἑλληνικὴ κοινότητα τῆς Βενετίας.

Edward Gibbon

Πράγματι, δὲν ἦταν μόνον οἱ ἑλληνικοὶ ἐμπορικοὶ οἶκοι καὶ τὰ τυπογραφεῖα ποὺ λειτουργοῦσαν στὴ Βενετία τὸν δέκατο πέμπτο καὶ δέκατο ἕκτο αἰώνα, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον, ἡ Ἑνετικὴ Δημοκρατία ἐπέτρεψε τὴ λειτουργία ἑλληνικῶν σχολείων – πρᾶγμα ποὺ εἶχε ἄλλοτε ἀπαγορεύσει στὶς ἑλληνικὲς περιοχὲς ποὺ βρίσκονταν ὑπὸ τὸν ἔλεγχό της.

Καὶ φυσικά, τὰ κυριώτερα στελέχη στὰ σχολεῖα αὐτὰ ἦταν δάσκαλοι ποὺ εἶχαν τελειοποιήσει τὶς σπουδές τους στὴν Πάδουα. Ἐξ ἄλλου, ὅταν ἀνασυγκροτήθηκε ἡ Ἀκαδημία τοῦ Πατριαρχείου στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸν δέκατο ἕκτο αἰώνα, στελεχώθηκε μὲ σχολάρχες, ποὺ ὅλοι τους σχεδὸν ἦταν ἀπόφοιτοι τοῦ πανεπιστημίου τῆς Πάδουας.

Ὁ πιὸ σπουδαῖος ἀπὸ τοὺς σχολάρχες αὐτοὺς ἦταν ἀναντίρρητα ὁ Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, ποὺ διορίστηκε στὴν Ἀκαδημία τὸ 1624 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη καὶ διατήρησε τὴ θέση μέχρι τὸ 1641. Ὁ Κορυδαλλεύς, ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος σπουδάσει φιλοσοφία καὶ ἰατρικὴ στὴν Πάδουα, ἔγινε ὁ κορυφαῖος ἐκπρόσωπος τῆς δυτικῆς σκέψης καὶ παιδείας στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ καὶ ἴσως περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον, ἐργάστηκε γιὰ τὴ σφυρηλάτηση πνευματικῶν δεσμῶν ἀνάμεσα στὰ δύο τμήματα τῆς Εὐρώπης.

Φανατικὸς ὀπαδὸς τοῦ νέο - Ἀριστοτελισμοῦ, ἀναδιοργάνωσε τὴν Ἀκαδημία τοῦ Πατριαρχείου σύμφωνα μὲ τὴ γραμμὴ τοῦ πανεπιστημίου τῆς Πάδουας καὶ ἐπέβαλε τὴ νέα φιλοσοφία σὰν βάση γιὰ τὴν ἀνώτερη ἐκπαίδευση, στὴν ὁποία ἔδωσε φυσικὰ ἕναν ὁλότελα κοσμικὸ χαρακτήρα καὶ τὴν χειραφέτησε ἀπὸ τὴ σχέση της μὲ τὴ θεολογία.

Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὁ Κορυδαλλεὺς μετατόπισε τὸ κέντρο τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ἀπὸ τὴν Ἰταλία στὴν Κωνσταντινούπολη – πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο περηφανευόταν ὁ Ἕλληνας ἐκκλησιαστικὸς στὴν ὁμιλία ποὺ ἀναφέραμε – καὶ καθιέρωσε τὸ σύστημα τῆς φιλοσοφικῆς καὶ ἐπιστημονικῆς διδασκαλίας ποὺ κυριάρχησε στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα γιὰ τὸν ἑπόμενο ἑνάμιση αἰώνα.

Κατὰ τὸν δέκατο ἕβδομο καὶ δέκατο ὄγδοο αἰώνα ἱδρύθηκαν κι’ ἄλλα κέντρα παιδείας σὲ ἑλληνικὲς περιοχὲς, στὴ Χίο, στὸν Ἄθωνα, στὴν Ἤπειρο καὶ Μακεδονία, στὴν Πάτμο – οὐσιαστικὰ σὲ κάθε σχεδὸν ἑλληνικὴ πόλη, μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Ὅλα αὐτὰ τὰ κέντρα ἀκολουθοῦσαν τὴ γραμμὴ καὶ τὸ σύστημα ποὺ εἶχε δώσει ὁ Κορυδαλλεὺς καὶ ἀποτέλεσαν τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα μεταδόθηκε στὶς ἑλληνικὲς περιοχὲς ὁ νέος ἀνθρωπιστικὸς καὶ κοσμικὸς τρόπος σκέψης καὶ παιδείας.

Ἔτσι, ἄρχισε ἡ ἀργὴ διαδικασία ποὺ ὑπονόμευσε ἐκ τῶν ἔσω τὶς χριστιανικὲς ἀξίες καὶ ἰδέες τοῦ ἑλληνόφωνου ὀρθόδοξου λαοῦ καὶ τὶς παραμέρισε γιὰ χάρη τῶν ἰδανικῶν ἑνὸς «ἑλληνισμοῦ» ποὺ θὰ εἶχε τὶς ρίζες του στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἐκεῖνοι ποὺ ὑπῆρξαν περισσότερο δεκτικοὶ γιὰ τὶς ἀνατρεπτικὲς ἐπιδράσεις τῶν νέων αὐτῶν ἰδανικῶν ἦταν κατ’ ἀρχὴν οἱ Φαναριῶτες, δηλαδὴ οἱ Ἕλληνες τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ κατεῖχαν ὑψηλὲς θέσεις στὴν πολιτικὴ διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου καὶ ποὺ πίστεψαν πραγματικὰ πὼς ἡ ἀποστολή τους ῆταν ν’ ἀναστήσουν τὸν στοχασμὸ καὶ τὴν παιδεία τῶν κλασσικῶν προγόνων τους.

Johann Gottlieb Fichte

Ἔπειτα, ἦταν καὶ ἡ νέα ἐμπορικὴ - ἀστικὴ τάξη ποὺ εἶχε ἀληθινὰ μιὰ βαρύνουσα ἐπιρροὴ τόσο μέσα ὅσο καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Στὴ Βενετία ὑπῆρχε ἴσως ἡ πιὸ ἀξιόλογη, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἡ μόνη ἑλληνικὴ ἐμπορικὴ παροικία. Τὸν 18ο αἰώνα ὑπῆρχαν τέτοιες παροικίες σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ μεγάλα ἐμπορικὰ κέντρα τῆς Εὐρώπης: στὸ Λονδῖνο, τὸ Παρίσι, τὸ Ἄμστερνταμ, τὸ Μάντσεστερ, τὸ Leghorn, τὴ Βιέννη, τὴ Μασσαλία, τὴν Τεργέστη – γιὰ ν’ ἀναφέρουμε μερικὰ μόνο.

Συγχρόνως, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ δέκατου ἕβδομου αἰώνα, οἱ Ἕλληνες ἄρχισαν ν’ ἀποκτοῦν μιὰ ἐξέχουσα θέση στὸ ἐσωτερικὸ καὶ ἐξωτερικὸ ἐμπόριο καὶ τὴ ναυτιλία τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτὴ ἡ ἑλληνικὴ ἐμπορικὴ τάξη ποὺ ἀντανακλοῦσε τὰ δυτικὰ πρότυπα μὲ τὶς ὀρθολογιστικὲς καὶ ὑλιστικὲς ἀξίες, ἔβλεπε στὶς ἀξίες αὐτὲς καὶ στὶς ἀντίστοιχες πολιτικές τους θέσεις, ἕνα ὅπλο μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ πολεμήσει, μέσα στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, τὰ πνευματικὰ καὶ οἰκονομικὰ συμφέροντα τῶν ντόπιων τσιφλικάδων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικητικῆς τάξης.

Ἡ παιδεία λοιπὸν μαζὶ μὲ τὰ οἰκονομικὰ συμφέροντα τῆς ἀνερχόμενης τάξης προετοίμασαν τὸ ἔδαφος, περὶ τὸ τέλος τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα, γιὰ τὴν ἔντονη διάδοση τῶν ἰδεῶν τοῦ κοσμικοῦ (secular) φιλελευθερισμοῦ καὶ τοῦ κλασσικοῦ διαφωτισμοῦ ἀπὸ τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ, ποὺ ὑπῆρξε ἴσως, μετὰ τὸν Κορυδαλλέα, ὁ πιὸ σπουδαῖος δάσκαλος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας.

Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι μὲ τὸν Κοραῆ (1748) συμπληρώνεται ὁ κύκλος τοῦ μύθου ποὺ δημιούργησε ὁ Πλήθων - ὅτι οἱ σημερινοὶ κάτοικοι τῆς ἑλληνικῆς γῆς εἶναι οἱ ἄμεσοι φυλετικοὶ ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ὅτι μόνο μὲ βάση τὴν ἑλληνικὴ σκέψη καὶ παιδεία εἶναι δυνατὸ νὰ δημιουργηθῆ μιὰ νέα Ἑλλάδα.

Θὰ πρέπει ὡστόσο νὰ προστεθῆ ὅτι ὁ κύκλος συμπληρώνεται ἀφοῦ πρῶτα ὑποστῆ ὅλες τὶς μεταλλαγὲς μέσα στὶς διάφορες σχολὲς καὶ τὶς μορφωμένες τάξεις τῆς δυτικῆς Εὐρώπης, παίρνοντας τελικὰ μιὰ μορφὴ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Πλήθων θὰ τὴν ἀπέκρουε. Γιατὶ ὁ Πλήθων ἦταν ἕνας θρησκευτικὸς πλατωνιστὴς ποὺ πίστευε ὅτι τὸ σχῆμα τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας εἶχε νόημα μόνον ὅταν στηριζόταν σὲ ἀρχὲς μεταφυσικῆς τάξης.

Ἐνῶ οἱ θεωρίες ποὺ ἀντιπροσώπευε ὁ Κοραῆς, ἀνάγονταν κατ’ εὐθείαν στὶς ἀριστοτελικὲς κατηγορίες, ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθῆ κατὰ τὸν δέκατο τρίτο καὶ δέκατο τέταρτο αἰώνα. Οἱ κατηγορίες αὐτὲς ἀποσκοποῦσαν μόνο σὲ μιὰ καθαρὰ γήϊνη ἀνθρώπινη εὐημερία, ποὺ μποροῦσε νὰ πραγματοποιηθῆ μέσα σὲ μιὰ κοσμικὴ καὶ τελικὰ μὴ - θρησκευτικὴ πολιτικὴ κοινωνία.

Jeremy Bentham

Ὡστόσο γιὰ τὸν Κοραῆ καὶ τοὺς ἀντίστοιχους διανοούμενους τῆς Δύσης, αὐτὲς ἦταν γνήσια ἑλληνικὲς κατηγορίες. Στὴν πραγματικότητα ὁ Κοραῆς, ἀφοσιωμένος μελετητὴς τοῦ Gibbon, ἔβλεπε τὸν πολιτισμὸ μὲ τὴν ἔννοια ἑνὸς «κλασσικισμοῦ» ποὺ γεννήθηκε στὴν Ἑλλάδα τοῦ Περικλῆ, διασώθηκε μέσ’ ἀπὸ τὴν ἑλληνιστικὴ καὶ ρωμαϊκὴ περίοδο, πέρασε σὲ μιὰ ἔκλειψη κατὰ τὸν σκοτεινὸ χριστιανικὸ Μεσαίωνα τόσο στὸ Βυζάντιο ὅσο καὶ στὴ Δύση καὶ ξαναγεννήθηκε στὴν Ἰταλία μὲ τὴν Ἀναγέννηση.

Αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ σημερινοὶ φορεῖς ἦταν τὰ φωτισμένα πνεύματα τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα. Ἡ Ἑλλάδα, λίκνο τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ τώρα ἀνθοῦσε στὴν Δυτικὴ Εὐρώπη, εἶχε ἀποκοπῆ ἀπ’ αὐτὴν ἐξ αἰτίας τοῦ ἀπαίσιου καὶ βάρβαρου Τούρκου. Ἀκόμη χειρότερα, οἱ κάτοικοι τῆς Ἑλλάδας, ἀπόγονοι τῶν ἔνδοξων Ἑλλήνων, μὲ τὴν αἰχμαλωσία τους εἶχαν πέσει σὲ μιὰ κατάσταση ἀμάθειας καὶ καταπίεσης ποὺ ἐρχόταν σὲ θλιβερὴ ἀντίθεση μὲ τὸ ἔξοχο παρελθόν τους.

Ἑπομένως, ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε τώρα νὰ γίνει, ἦταν μιὰ ἀναμόρφωση τῶν Ἑλλήνων μὲ τὴ σπουδὴ τῶν κλασσικῶν. Ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀναγέννησης ἡ κλασσικὴ παιδεία εἶχε φέρει τὸν διαφωτισμὸ στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, ἔτσι καὶ τώρα θὰ ξαναζωντάνευε καὶ στὴν ἴδια τὴν Ἑλλάδα τὴ συνείδηση τῆς ἀρχαίας κληρονομιᾶς της (προκαλώντας συγχρόνως καὶ τὸ ἐρέθισμα γιὰ ν’ ἀποτινάξει τὸν «βάρβαρο ζυγό»), θ’ ἀποκαθιστοῦσε τὴν πνευματική της ἀξιοπρέπεια, καὶ θὰ τῆς ἐπέτρεπε νὰ ξαναπάρει τὴ θέση ποὺ τῆς ἄξιζε ἀνάμεσα στὰ ἔθνη τοῦ πολιτισμένου κόσμου.

Μὲ λίγα λόγια, ἐκεῖνο ποὺ ὁραματιζόταν ὁ Κοραῆς, ἦταν ἡ χειραφέτηση τῆς Ἑλλάδας, στὰ πλαίσια τοῦ κοσμικοῦ φιλελευθερισμοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ διαφωτισμοῦ τῆς σύγχρονης Δύσης. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν στόχο μπροστά του, ἄρχισε τὴν ἔντονη ἐκστρατεία γιὰ τὴ διάδοση τῶν ἰδεῶν του στὸν ἑλληνικὸ χῶρο.

Αὐτὴ ἡ προσπάθεια προσηλυτισμοῦ εἶχε διπλὴ κατεύθυνση: νὰ ἐπιτύχει τὴν ἀναγέννηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ νὰ ἀναμορφώσει τὴν παιδεία τῶν συγχρόνων Ἑλλήνων μὲ τὴ μελέτη τῶν ἔργων τῶν προγόνων τους. Ὁ Πλήθων εἶχε πρῶτος ἐπισημάνει τὴν ὕπαρξη μιᾶς κοινῆς γλώσσας σὰ μαρτυρία γιὰ τὴ φυλετικὴ διάρκεια τῶν Ἑλλήνων, καὶ αὐτὸς ὁ στόχος εἶχε δώσει στὶς ὁμοιότητες τῆς ἀρχαίας μὲ τὴ νέα ἑλληνικὴ γλώσσα μιὰ ἰδιαίτερη, σχεδὸν μυστικὴ σημασία.

Ἐξ ἄλλου, κατὰ τὸ τέλος τοῦ 18ου αἰώνα τέτοιες ἰδέες εἶχαν ἀποκτήσει μιὰ πολιτικὴ προέκταση, κυρίως μὲ τὶς ἐργασίες τῶν ρομαντικῶν φιλολόγων, ὅπως ἦταν οἱ Γερμανοὶ Herder, Fichte καὶ Schlegel, ποὺ ὑποστήριζαν ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ξεχωρίζει ἕνα «ἔθνος» δὲν εἶναι ἡ θρησκεία του ἢ οἱ γεωγραφικοὶ παράγοντες, ἀλλὰ ἡ κατοχὴ μιᾶς κοινῆς γλώσσας, κληρονομημένης μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες.

Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅτι ἡ κοινὴ γλώσσα θεωρήθηκε τὸ κριτήριο τῆς ἐθνικότητας, ἐπρόκειτο νὰ ἔχει ἀρκετὰ βίαιες συνέπειες γιὰ τὴ μελλοντικὴ ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Γιὰ τὸν Κοραῆ ὅμως σήμαινε ὅτι ἡ γλωσσικὴ ὁμοιογένεια ἦταν ἕνα ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιὰ ν’ ἀναπτυχθῆ τὸ αἴσθημα τῆς ἐθνικότητας ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ κατὰ συνέπεια, καὶ ἡ ἑνότητα τοῦ ἔθνους.

Johann Gottfried Herder

Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ τὸν ἔκαμε νὰ εἰσηγηθῆ μιὰ γλωσσικὴ μεταρρύθμιση. Ἡ γλώσσα ποὺ πρότεινε ἦταν ἕνα μεῖγμα τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ἐκείνης ποὺ μιλοῦσε ἡ σύγχρονη μορφωμένη μέση τάξη, τὴν ὁποία ὁ Κοραῆς ἀντιπροσώπευε· (τὸ ἀντικληρικό του πνεῦμα τὸν ἐμπόδιζε νὰ λάβει ὑπ’ ὄψη του τὴ λειτουργικὴ γλώσσα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, κι’ ὅσο γιὰ τὴ «χυδαία» γλώσσα τοῦ λαοῦ, τὴ θεωροῦσε πολὺ ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὰ κλασσικά της πρότυπα, ὥστε ν’ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ χρησιμοποιηθῆ).

Τελικά, ἡ ἐπιτυχία τῆς μεταρρύθμισής του μπορεῖ νὰ μετρηθῆ μὲ τὴν ἀπίστευτη γλωσσικὴ σύγχυση, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τότε ἡ κατάρα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Ὅσο γιὰ τὴν ἐκπαίδευση, ἡ ἔλλειψή της ἀκριβῶς ἦταν γιὰ τὸν Κοραῆ ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, καὶ μόνον ὑπερνικώντας αὐτὴ τὴν ἔλλειψη θὰ μποροῦσαν οἱ Ἕλληνες ν’ ἀποκτήσουν πάλι πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ἐλευθερία: μόνον ὅταν οἱ Ἕλληνες ἀποκτοῦσαν συνείδηση τῶν ἀξιῶν τῆς ἀρχαίας σκέψης καὶ παιδείας τους, θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιχειρήσουν τὸ ξεκίνημα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους.

Ἑπομένως, ἐκπαίδευση γιὰ τὸν Κοραῆ σήμαινε γνωριμία μὲ τοὺς κλασσικούς· καὶ μ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν σκοπὸ ξεκίνησε ἕνα ὁλόκληρο πρόγραμμα γιὰ τὴ μετάφραση καὶ τὴν ἔκδοση τῶν σπουδαιότερων ἔργων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλολογίας καὶ τὴ διάδοσή τους σ’ ὅλες τὶς ἑλληνικὲς περιοχές.

Οἱ ἀξίες ποὺ ἤθελε νὰ διακηρύξει καὶ νὰ διαδώσει ὁ Κοραῆς μὲ τὸ ἐκπαιδευτικό του πρόγραμμα – καὶ ποὺ τὶς θεωροῦσε σὰν «κατ’ ἐξοχὴν» ἑλληνικὲς – δὲν ἦταν, ὅπως ἔχουμε πεῖ, παρὰ οἱ τυπικὲς ἀξίες τῆς Δύσης τοῦ 18ου αἰώνα. Ὁ Κοραῆς σὰν στοχαστὴς δὲν εἶχε δημιουργήσει μιὰ δική του θέση.

Ὁ ρόλος του ἦταν νὰ ἐκλαϊκεύσει τὴ δυναμικὴ δυτικὴ φιλοσοφία τοῦ κοσμικοῦ φιλελευθερισμοῦ καὶ τοῦ κλασσικοῦ διαφωτισμοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἀποδεχτῆ χωρὶς συζήτηση. Οἱ ἀπόψεις του πάνω στὴν κοινωνικὴ ἠθικὴ ἦταν ἐκεῖνες τῆς Σχολῆς τῶν Φυσικῶν Δικαιωμάτων, μιὰ ἁπλουστευμένη καὶ δογματικὴ σύνθεση τῶν ἰδεῶν τοῦ Hobbes, τοῦ Locke καὶ τοῦ Rousseau, ἐνῶ στὴν κυβερνητικὴ ἀπηχοῦσε τὸν Bentham καὶ τὸν Blackstone.

Τὸ θέατρο, ὁ τύπος, ἡ γενικὴ στοιχειώδης ἐκπαίδευση, μιὰ ἐξαρτημένη ἀπὸ τὸ κράτος θρησκεία, ἀποτελοῦσαν γι’ αὐτὸν τὰ ἀπαραίτητα ὄργανα γιὰ τὸν ἐκπολιτισμὸ τῆς κοινωνίας καὶ τὴ διαφύλαξη καὶ ἐνίσχυση τῶν νόμων της. Ὁ φιλελευθερισμός του, τὰ δημοκρατικά του αἰσθήματα καὶ οἱ μεσοαστικές του ἀντιλήψεις γιὰ τὴν πολιτικὴ διοίκηση, χρωματισμένα μὲ τὶς ἰδέες τῶν φυσιοκρατῶν καὶ τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ ρεφορμισμοῦ τῶν Γάλλων «φιλοσόφων», ἀπηχοῦσαν, σὲ μιὰν ἀκραία μορφή, ἐκεῖνα τὰ συστήματα σκέψης ποὺ κατὰ τοὺς προηγούμενους αἰῶνες εἶχαν διεισδύσει στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶχαν προηγηθῆ αὐτοὶ οἱ αἰῶνες προετοιμασίας, βρῆκαν τὸ ἔδαφος τόσο πρόσφορο κι’ εὐνοϊκὸ γιὰ τὴν ἀνάπτυξή τους.

Αδαμάντιος Κοραῆς

Ἡ ἀποδοχὴ τῶν συστημάτων τῆς δυτικῆς σκέψης σημαδεύει τὴν ἀποκρυστάλλωση μιᾶς μακριᾶς διαδικασίας. Σ’ αὐτὴ τὴ διαδικασία ἀναμετρήθηκαν καὶ ἀναχωνεύτηκαν οἱ δυὸ ἀσυμφιλίωτοι τελικὰ μύθοι τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἅλωσης πρόσφεραν στοὺς ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς τὴ δυνατότητα νὰ ὁρίσουν τὴν ἱστορική τους ταυτότητα καὶ τὰ μελλοντικά τους πεπρωμένα.

Μὲ τὸν πρῶτο μῦθο, οἱ Ἕλληνες ἀναζητοῦσαν τὶς ρίζες τους στὴ θεοκρατικὴ καὶ αὐτοκρατορικὴ κοινωνία τοῦ Βυζαντίου, καὶ θεωρώντας τὸν ἑαυτό τους σὰν τὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, προσδοκοῦσαν τὴ μελλοντική της ἀναγέννηση. Μὲ τὸν δεύτερο, τὶς ρίζες αὐτὲς τὶς ἀναζητοῦσαν στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο καὶ πίστευαν στὴν ἀναγέννησή του μὲ τὴν ἔννοια ἑνὸς ἐθνικοῦ κράτους, σίγουροι ὅτι οἱ ἴδιοι ἦταν οἱ φυλετικοὶ ἀπόγονοι τῶν ἐνδόξων Ἑλλήνων.

Θὰ ἦταν ἄστοχο νὰ ποῦμε ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἀναμέτρησης τῶν δύο μύθων ἦταν κι’ ὅλας προσδιορισμένο καὶ ὅτι καθὼς ἔγινε καὶ στὴ Δύση, τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἀνατολή, ἡ θεοκρατικὴ χριστιανικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς δὲν ἦταν σὲ θέση ν’ ἀντισταθῆ στὴν εἰσβολὴ τῆς ὑλιστικῆς σκέψης μὲ τὶς ἀντίστοιχες κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς θεωρίες.

Ἡ ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης αὐτοκρατορικῆς Ρωσίας μᾶς φανερώνει ἄλλες πιθανότητες. Ἡ πραγματικότητα ὡστόσο εἶναι ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ ξέσπασε ὁ πόλεμος τῆς Ἀνεξαρτησίας, τὸ 1821, στὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων εἶχε ὑπερισχύσει ὁ δεύτερος μῦθος – μὲ τὰ δικά του κριτήρια συνειδητοποιοῦσαν τὴν ταυτότητά τους οἱ Ἕλληνες καὶ τὴ μορφὴ τοῦ νέου ἔθνους ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ δημιουργήσουν μὲ τοὺς ἀγῶνες τους.

Παρ’ ὅλα αὐτά, πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι κερδίζοντας τὴν ὑπεροχή του στὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων, ὁ μῦθος αὐτὸς εἶχε προσλάβει καὶ χρησιμοποιήσει γιὰ τοὺς δικούς του κοσμικοὺς σκοποὺς πολλὰ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἀνῆκαν ἄλλοτε στὸ ἀντίθετο ἱεροκρατικὸ σύστημα – τὴν ἰδέα τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ ἢ τὴν ἰδέα μιᾶς Αὐτοκρατορίας. Οἱ ἱστορικὲς ἐπιπτώσεις τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θὰ γίνονταν ἀργότερα πολὺ αἰσθητὲς στὴ διαμόρφωση τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κράτους καὶ στὶς διάφορες περιπέτειές τους.

Philip Owen Arnould Sherrard

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου