Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Philip Sherrard, Ἡ Ἰδέα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Μέρος γ΄)

Philip Sherrard

Ἡ Ἰδέα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (Μέρος γ΄)*


* Απὸ τὸ βιβλίο: John Campbell καὶ Philip Sherrard, Modern Greece [Νεότερη Ἑλλὰς], Νέα Ὑόρκη: Frederick A. Praeger, 1968, σελ. 19 - 43


Μετάφραση: Ντίνα Κουρούκλη


ΙΙ


Τὶς ἰδέες τῆς ἐθνικότητας δὲν τὶς κατασκεύασαν φυσικὰ οἱ ἁπλοὶ χωρικοὶ καὶ οἱ ποιμένες ποὺ κατοικοῦσαν στὶς ἑλληνικὲς περιοχὲς κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα. Κι’ ὅμως, ἐν μέρει γιὰ αὐτὲς τὶς ἰδέες ἦταν ἕτοιμοι ν’ ἀρχίσουν ἕνα μακρὺ ἀγώνα, γεμᾶτον δεινὰ καὶ ἀγριότητες. Ἂν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε τὸν χαρακτήρα αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα καὶ τὶς προσπάθειες γιὰ τὴν ἵδρυση ἑνὸς νέου ἑλληνικοῦ κράτους, θὰ πρέπει τουλάχιστο νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψη τοὺς θεσμοὺς καὶ τὴ νοοτροπία τῶν κατοίκων τῆς ὑπαίθρου.

Οἱ Ἕλληνες χωρικοί, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ζοῦσαν εἴτε σὲ μεγάλα κτήματα, συνήθως στὶς πιὸ γόνιμες πεδιάδες, ὅπου ἐργάζονταν σὰν κολλῆγοι καὶ μοιράζονταν τὴ σοδειὰ μὲ τὸν γαιοκτήμονα (ποὺ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἄτομο ἢ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ἵδρυμα) εἴτε στὶς ὀρεινὲς περιοχὲς τῆς χώρας, ὅπου καλλιεργοῦσαν μικροὺς κλήρους ποὺ ἀποτελοῦσαν φέουδα ἢ ἀτομικὴ ἰδιοκτησία.

Σημαία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Πρέπει νὰ τονιστῆ ὅτι ἡ ὕπαιθρος ἦταν πολὺ ἀραιὰ κατοικημένη, μεγάλες πεδινὲς ἐκτάσεις ἔμεναν ἀκαλλιέργητες ὅπου ... κοπάδια τους ἀπὸ πρόβατα καὶ κατσίκες. Ἡ ἐλονοσία μάστιζε τὶς χαμηλότερες ἐκτάσεις καὶ ἡ ληστεία κυριαρχοῦσε σ’ ὁλόκληρες ὀρεινὲς περιοχές.

Κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἀβέβαιες συνθῆκες, ἡ οἰκογένεια καὶ ἡ κοινότητα τοῦ χωριοῦ ἦταν οἱ μόνες κοινωνικὲς ὁμάδες, ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποθέσει τὴν πίστη τους. Γιὰ ν’ ἀντιμετωπίσουν ἀνάγκες ἀσφαλείας, ὕδρευσης ἢ τὶς οἰκονομικὲς καὶ διοικητικὲς ἀπαιτήσεις τοῦ τουρκικοῦ συστήματος, τὰ χωριὰ καὶ οἱ συνοικισμοί, μολονότι μικρὰ στὸ μέγεθος, εἶχαν σχεδὸν πάντα μιὰ συμπαγὴ ὀργάνωση.

Τὰ πρόβατα καὶ οἱ κατσίκες προμήθευαν τὸ μαλλὶ καὶ τὸ δέρμα τους γιὰ τὸν ρουχισμὸ καὶ τὰ ποδήματα. Οἱ σοδειὲς ἦταν κυρίως γιὰ τὴν διατροφή τους, οἱ περισσότεροι φόροι ἦταν σὲ εἶδος καὶ ὁ σπόρος ἀνταλλασσόταν καμμιὰ φορὰ μὲ διάφορα εἴδη πρώτης ἀνάγκης, ποὺ ἔρχονταν ἔξω ἀπὸ τὴν κοινότητα – οἰκιακὰ ἢ ἀγροτικὰ μεταλλικὰ ἐργαλεῖα, ἁλάτι ἢ λάδι στὶς περιοχὲς ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ἐλαιῶνες.

Ἡ κατανομὴ τοῦ πλούτου δὲν ἦταν βέβαια ἴση, ἀλλὰ οἱ χωρικοὶ μετεῖχαν σ’ ἕναν κοινὸ τρόπο ζωῆς, καὶ τὸ καθεστὼς ποὺ ἐπικρατοῦσε ἦταν οὐσιαστικὰ αὐταρχικό. Ἡ ὁμάδα ποὺ ἦταν κυρίως ὑπεύθυνη γιὰ κάθε ἄτομο ἦταν ἡ οἰκογένεια. Ἀλλὰ καὶ τὸ ἄτομο μὲ τὴ σειρά του, εἶχε ἀπόλυτες καὶ κατηγορηματικὲς ὑποχρεώσεις ἀπέναντί της.

Τὸ σχῆμα αὐτὸ (τῆς οἰκογένειας), δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ οἰκιακὴ σχέση ἀτόμων μὲ δεσμοὺς βασισμένους σὲ συγγένεια αἵματος, ἀλλὰ μιὰ συνεταιρικὴ ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἐργάζονταν μαζὶ γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ μέσα τῆς ζωῆς καὶ ποὺ εἶχαν κοινὰ ὅλα τὰ στοιχειώδη ὑπάρχοντά τους. Ἦταν, ὅπως καὶ εἶναι ἀκόμη, μιὰ θρησκευτικὴ κοινότητα μὲ τὸ δικό της «ἱερό», εἰκόνες καὶ ἄλλα ἀντικείμενα.

Ἡ οἰκογένεια εἶναι ἕνας θεϊκὸς θεσμὸς καὶ οἱ μορφὲς τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ εἶναι, κατὰ μιὰ ἔννοια, ἡ ἅγια ἀρχέτυπη οἰκογένεια, ποὺ ἀτελῆ ἀντανάκλασή της ἀποτελοῦν οἱ γήϊνες οἰκογένειες τῶν ἀνθρώπων. Μὲ τὸν καθημερινό του μόχθο μέσα στὴν οἰκογένεια ὁ ἄνθρωπος ἐπιτελοῦσε τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ διατηροῦσε τὴ σχέση του μαζί Του, ἐλπίζοντας νὰ ἔχει τὴ θεία χάρη βοηθὸ στὸν ἄνισο ἀγώνα. Αὐτὸν τὸν σκοπὸ εἶχαν οἱ διάφορες προσφορὲς στοὺς μεσιτεύοντες ἁγίους, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια πρὶν ἀπὸ κάθε μεγάλη ἑορτή, καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ θεία Κοινωνία ποὺ γινόταν συνήθως μόνον μιὰ ἢ δύο φορὲς τὸ χρόνο.

Ὁ ἀγώνας ἦταν ἄνισος, ὄχι μόνο στὸ πρακτικὸ πεδίο τοῦ μόχθου γιὰ τὸ καθημερινὸ ψωμί, ἀλλὰ καὶ στὴν ἠθικὴ πάλη γιὰ νὰ διαφυλαχτῆ ἡ τιμὴ τῆς οἰκογένειας καὶ φυσικὰ ἡ ἀτομικὴ τιμὴ τοῦ κάθε μέλους της. Ἡ ἔννοια τῆς «τιμῆς» εἶναι μᾶλλον δύσκολο ν’ ἀποδοθῆ στὴν πληρότητά της μὲ τὴν ἀντίστοιχη ἀγγλικὴ λέξη (honour).

Ἰησοῦς Χριστὸς

Ὑποκειμενικά, εἶναι μιὰ αἴσθηση ἀκεραιότητας – μιὰ εὐαισθησία τοῦ ἀτόμου γιὰ κάθε προσβολὴ ἢ ταπείνωση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστῆ μπροστὰ στοὺς ἄλλους, ἀπ’ ὁποιοδήποτε λόγο προσωπικῆς ἀποτυχίας. Ἐξωτερικά, τιμὴ εἶναι ἡ ἀναγνώριση κοινωνικῆς ἀξίας σ’ ἕνα ἄτομο, ποὺ γίνεται ἔστω καὶ ἀπρόθυμα, ἀπ’ ὅλη τὴν κοινότητα.

Μὲ τὴν ἔννοια τῆς τιμῆς βρίσκονται σὲ στενὴ συνάφεια δύο συναισθήματα: τὸ «φιλότιμο», ποὺ σημαίνει «ἀγάπη γιὰ τὴν τιμὴ» καὶ παρακινεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ πράξει σωστὰ καὶ κατὰ συνέπεια νὰ εἶναι ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητος σὲ ὁποιαδήποτε κατάκριση· καὶ ἡ ντροπή, εἴτε μὲ τὴν ἔννοια τοῦ φόβου τῆς ἀποτυχίας, ποὺ συγκρατεῖ ἀπὸ μιὰ κακὴ πράξη, εἴτε μὲ τὴν ἔννοια τῆς μεγάλης στενοχώριας ποὺ φέρνει στὸν ἄνθρωπο ἡ κακὴ πράξη.

Οἱ οὐσιαστικὲς ἀρχὲς τῆς προσωπικῆς τιμῆς ἀναφέρονται σὲ δύο ἰδιότητες ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ φῦλο καὶ ὁρίζουν τὸν ἰδανικὸ ἠθικὸ χαρακτήρα τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν: εἶναι ὁ «ἀνδρισμὸς» στοὺς ἄνδρες καὶ ἡ σεξουαλικὴ ντροπὴ στὶς γυναῖκες. Ὁ ἀνδρισμὸς ἐν μέρει, εἶναι μιὰ αὐτοπεποίθηση καὶ γενναιότητα, ὁ ἄνδρας πρέπει νὰ εἶναι «βαρβάτος», δηλαδὴ προικισμένος μὲ γεροὺς ὄρχεις ποὺ τοῦ δίνουν δύναμη.

Ὡστόσο, ἡ δύναμη αὐτὴ μόνη δὲν ἀναγνωρίζεται ἠθικὰ γιατὶ μπορεῖ, ἂν χρησιμοποιηθῆ μὲ τρόπο κακό, νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνδρα σὲ βιασμό, ἀκόμη καὶ σὲ φόνο. Ὁ ἀνδρισμὸς ποὺ φέρνει τιμή, χρειάζεται βέβαια αὐτὴ τὴ φυσικὴ βάση, ὡστόσο πρέπει νὰ ὑποτάζει τὴ δύναμη τοῦ ζώου καὶ τὰ πάθη στοὺς δικούς του εὐγενικοὺς σκοπούς.

Στὴ γυναίκα ὑπάρχουν ἀντιφατικὲς δυνάμεις. Οἱ φυσικὲς καὶ ἠθικὲς ἱκανότητές της νὰ φέρνει στὸν κόσμο παιδιὰ - ἰδιαίτερα γιοὺς – καὶ νὰ τ’ ἀνατρέφει εἶναι σὲ μεγάλη ἐκτίμηση. Ἐντούτοις, ἀμφιβολία καὶ δέος περιβάλλουν τὸ μυστήριο τῆς γυναικείας γονιμότητας, καὶ ἡ διαδικασία τοῦ ἔμμηνου κύκλου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ τοκετοῦ, θεωροῦνται σὰν ἕνα παράξενο κι’ ἐπικίνδυνο μίασμα γιὰ τοὺς ἄλλους.

Ὁ αἰσθησιασμὸς τῆς γυναίκας, ποὺ ἀκόμη καὶ παρὰ τὴ θέλησή της προσελκύει τὸν ἄνδρα, εἶναι μιὰ ἀδιάκοπη ἀπειλὴ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν τιμή της καὶ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν τιμὴ τῶν δικῶν της, οἱ ὁποῖοι, ἂν ἀνακαλύψουν ἕναν παράνομο δεσμό, εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ σκοτώσουν καὶ τὴ γυναίκα καὶ τὸν ἐραστή της.

Μόνο σ’ ἕνα νόμιμο γάμο, ποὺ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς οἰκογένειας καὶ τὸ σύμβολο τῆς τιμῆς της, εἶναι δυνατὴ ἡ σεξουαλικὴ πράξη, ἀλλὰ καὶ τότε ἀκόμη κατέχει μιὰ ἀμφίβολη ἰδιότητα. Ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν μαζὶ ἡ παρθενία καὶ ἡ μητρότητα, θ’ ἀποτελοῦσαν τὶς ἰδανικὲς ἀρετὲς τῆς γυναίκας. Γιὰ μιὰ οἰκογένεια δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ ἀτιμωτικὴ προσβολή, ἀπὸ τὸ νὰ κηλιδωθῆ ἢ καὶ νὰ συζητηθῆ κἄν ἡ σεξουαλικὴ τιμὴ μιᾶς ἀπὸ τὶς γυναῖκες της.

Γι’ αὐτὸ ἡ γυναίκα πρέπει νὰ κατέχεται πάντα ἀπὸ μιὰ αἴσθηση σεξουαλικῆς ντροπῆς, δηλαδὴ μιὰ ἐνστικτώδη ἀπωθητικὴ στάση πρὸς κάθε σεξουαλικὴ ἐνέργεια, μιὰ ἀδιάκοπη προσπάθεια στὸ ντύσιμο, στὶς κινήσεις, στὴ στάση, ν’ ἀποκρύψει τὸ γεγονὸς ὅτι κατέχει τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ φύλου της.

Παρθένος Μαρία

Μιὰ ἄποψη τῆς τιμῆς, λοιπόν, ἦταν ὁ ἀγώνας γιὰ αὐτοπειθαρχία ἀπέναντι στὴ βαρβαρότητα, τὴν ἀνανδρία καὶ τὸν αἰσθησιασμό, ζωϊκὰ πάθη, ποὺ ἀπειλοῦν ἀδιάκοπα νὰ μειώσουν τὴν εὐγενικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Βοηθοὶ σ’ αὐτὸ τὸν ἀγώνα, γιὰ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, στέκονται μορφὲς ὑποδειγματικὲς μιᾶς ἰδανικῆς συμπεριφορᾶς. Οἱ γυναικεῖες ἀρετὲς ἀναφέρονταν στὰ χαρίσματα τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ: σεμνότητα, παρθενικότητα καὶ ἄδολη ἀγάπη.

Ἐνῶ οἱ ἄνδρες ἔβρισκαν στοὺς καβαλλάρηδες καὶ πολεμιστὲς ἁγίους, ὅπως ὁ Γεώργιος καὶ ὁ Δημήτριος, τὸ πρότυπο τῆς ἀνίκητης γενναιότητας, φυσικῆς καὶ πνευματικῆς. Ἀλλὰ ἀκόμη πιὸ κοντὰ στὰ μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἔστεκε ἡ μυθικὴ μορφὴ τοῦ ἀρματωλοῦ καὶ κλέφτη ἥρωα - ἕνας ἄνδρας μὲ τόσο ἐξαιρετικὲς δυνάμεις ἀνδρείας καὶ ἐγκράτειας, ποὺ ξεπερνοῦσαν τὰ φυσικὰ ὅρια τῆς ζωῆς: οἱ σφαῖρες δὲν τὸν τρυποῦσαν, κι’ οἱ γκρεμοὶ δὲν σταματοῦσαν τ’ ἄλογό του.

Ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἀγωνίζονταν νὰ φτάσουν αὐτὰ τὰ ἰδανικὰ πρότυπα ζωῆς. Ἐκεῖ ποὺ ἡ προσπάθειά τους ἀποτύχαινε ἐντελῶς, ἡ τιμή τους ἦταν χαμένη. Γι’ αὐτὸ σὲ κάθε οἰκογένεια, ἡ γενναιότητα καὶ ἡ δύναμη τῶν ἀνδρῶν δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ φανῆ ὅτι λιγοστεύει, οὔτε ἡ ἀγνότητα τῶν γυναικῶν ν’ ἀμφισβητεῖται.

Ὅταν λοιπὸν ὁ ἀνδρισμὸς καὶ ἡ ντροπὴ θεωροῦνταν βασικὲς ἀρετὲς τοῦ ἀτόμου, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε ποιὲς πράξεις ἀποτελοῦσαν τὴ σοβαρώτερη ἀπειλὴ γιὰ τὴν τιμή του: ἦταν ὁ φόνος, ἡ ὑβριστικὴ προσβολὴ ἢ ἡ φυσικὴ ἐπίθεση, ἡ ἀποπλάνηση, ὁ βιασμὸς ἢ ἡ διάλυση ἑνὸς ἀρραβώνα.

Οἱ ἀντιλήψεις γύρω ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἀξίες εἶχαν σοβαρὲς συνέπειες γιὰ τὶς σχέσεις ἀνάμεσα σὲ οἰκογένειες, ποὺ δὲν συνδέονταν μὲ δεσμοὺς συγγένειας ἢ γάμου. Οἱ ὑποχρεώσεις ἀνάμεσα στὰ μέλη μιᾶς οἰκογένειας εἶχαν ἕναν ἀποκλειστικὸ χαρακτήρα καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς τιμῆς εἶχε τόσο σοβαρὲς συνέπειες, ὥστε κάθε σχέση μὲ «ἐξωτικοὺς» ἀποτελοῦσε ἕναν κίνδυνο. Γι’ αὐτό, μιὰ ἀναγκαία δυσπιστία κυριαρχοῦσε ἀνάμεσα σὲ ξένες οἰκογένειες.

Πέρα ἀπὸ μιὰ στοιχειώδη ἀντίληψη καθήκοντος πρὸς τοὺς συνανθρώπους, ἡ αἴσθηση ἠθικῆς ὑποχρέωσης ἦταν ἐλάχιστη. Κι’ ἐφ’ ὅσον ἡ κοινωνικὴ ἀντίληψη ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὴν ἀπρόθυμη ἀναγνώριση τῶν ἄλλων, τὸ νὰ δυσφημιστῆ μιὰ οἰκογένεια, κατὰ κάποιον τρόπο ἐνίσχυε τὴ θέση μιᾶς ἄλλης.

Ἡ σημασία ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα καὶ ἡ ὑπόληψη, δημιουργοῦσε στὸν ἄνδρα τὴν ἀνάγκη ἑνὸς ἔκδηλου κομπασμοῦ καὶ αὐτοπροβολῆς καὶ ἡ προσπάθεια νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἐκτίμηση τῆς κοινότητας σύμφωνα μὲ τὴν ἰδανικὴ εἰκόνα ποὺ εἶχε πλάσει γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν ἐξωθοῦσε καμμιὰ φορὰ σ’ ἕνα εἶδος ἀσυναίσθητης πονηριᾶς καὶ αὐταπάτης.

Ἅγιος Γεώργιος

(Ἀσφαλῶς σήμερα τὰ μαχαίρια τραβιοῦνται μὲ μεγαλύτερη παλληκαροσύνη, ὅταν εἶναι σίγουρο πὼς βρίσκονται ἄλλοι μπροστὰ ποὺ θὰ ἐμποδίσουν τὴ χρήση τους). Ἡ ἐξυπνάδα λοιπόν, ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ πονηριὰ ἦταν ἱκανότητες ποὺ πολὺ θαυμάζονταν, γιατὶ ἀπ’ αὐτὲς μποροῦσε νὰ ἐξαρτηθῆ κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος ἡ δύναμη κι’ ἡ ἐπιτυχία. Ἔπειτα, ὑπόληψη ἦταν πολὺ πιὸ εὔκολο νὰ διατηροῦν οἱ οἰκογένειες ποὺ εἶχαν πλοῦτο καὶ μεγάλο συγγενολόϊ γιὰ νὰ τὶς ὑποστηρίζει. Ὅταν ἦταν νὰ κριθῆ ἡ τιμή, ἡ δύναμη προκαλοῦσε τὸν θαυμασμό, ἡ ἀδυναμία καὶ ἡ φτώχεια τὴν περιφρόνηση.

Στὴ ζωὴ τῶν μικρῶν ὀρεινῶν κοινοτήτων ὑπῆρχε μιὰ ἔντονη αἴσθηση ἀνταγωνισμοῦ, πάλης καὶ φθόνου. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἐκεῖ οἱ ἀξίες τῆς τιμῆς λογαριάζονταν ἐγωκεντρικά, ὄχι σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθοῦσε νὰ πραγματοποιήσει ἢ νὰ ἀξιώσει ἕνα ἰδιαίτερο ἰδανικὸ πρότυπο συμπεριφορᾶς, ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ ἐπιτυχία τῆς προσπάθειάς του αὐτῆς καθ’ ἑαυτήν, κι’ ὄχι τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ θὰ εἶχαν οἱ πράξεις του στὶς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων.

Ὁ ἐγωϊσμὸς ἀπαγόρευε ὁποιαδήποτε πράξη ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευτῆ σὰν ἀδυναμία. Ἡ συνεργασία καὶ ἡ ἀνοχὴ συνήθως παραμερίζονταν μπροστὰ στὰ συμφέροντα τῆς οἰκογένειας, στὰ στενά της πλαίσια, καὶ τὴ θέση τους ἔπαιρναν ἡ δυσπιστία καὶ ἡ ἀλαζονεία.

Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση ποὺ ἕνας ἄνθρωπος ἔβαζε φραγμὸ στὶς πράξεις του, ἐπειδὴ θὰ μποροῦσαν νὰ προκαλέσουν καταστροφὴ στὴν τύχη μιᾶς ἄλλης οἰκογένειας, τὸ πραγματικό του κίνητρο δὲν ἦταν τόσο ἡ ἔγνοια γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἡ ἔγνοια γιὰ τὴν ἀγνότητα τῶν δικῶν του σκοπῶν.

Αὐτὰ εἶναι, σὲ γενικὲς γραμμές, τὰ στοιχεῖα καὶ τὰ γνωρίσματα ποὺ συνθέτουν τὴν πολυσυζητημένη ἀτομικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ χαρακτήρα. Ἐδῶ ὅμως χρειάζεται κάποια διευκρίνιση. Στὴ μικρὴ κοινωνία τοῦ χωριοῦ, τὸ ἄτομο σπάνια λογαριάζονταν μόνο του. Ἡ κρίση καὶ ἡ ἀξιολόγησή του γινόταν πάντα μὲ ἀναφορὰ στὴν οἰκογένειά του, τὴν ὁποία ἐκπροσωποῦσε μὲ τὶς δημόσιες πράξεις του καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἦταν ὑπεύθυνο.

Κι’ ἐφ’ ὅσον ἡ ὑπόληψη μιᾶς οἰκογένειας στηριζόταν στὴν κρίση τῶν ἄλλων οἰκογενειῶν, ἡ κοινότητα γινόταν, ἀπ’ τὴν ἄποψη αὐτή, ἕνα πεδίο κοινῶν ἀξιῶν. Μιὰ ἀπ’ αὐτὲς τὶς ἀξίες ἢ ἀρχὲς ἦταν, ὅτι ἡ οικογένεια ἔπρεπε πάντα νὰ βοηθεῖ τοὺς γείτονες, ἐφ’ ὅσον δὲν ζημιώνονταν τὰ δικά της συμφέροντα. Ἡ κατηγορία τῶν γειτόνων ὡστόσο συνήθως ἐπεκτεινόταν, ὥστε μποροῦσε νὰ περιλάβει ὅλα σχεδὸν τὰ μέλη τῆς κοινότητας.

Μολονότι στὸ βάθος ὑπῆρχε πάντα ὁ ἀνταγωνισμὸς καὶ ἡ δυσπιστία, ἄνδρες καὶ γυναῖκες αἰσθάνονταν τὴν ὑποχρέωση νὰ δείχνουν μεταξύ τους προσήνεια καὶ κοινωνικότητα - ἀνταλλάσσανε χαιρετισμοὺς ὅταν συναντιόνταν τυχαῖα στὸ δρόμο καὶ δέχονταν τὴ συντροφιά, ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ὅταν βρίσκονταν στὸ πηγάδι γιὰ νερὸ ἢ στὸ καφενεῖο.

Ἅγιος Δημήτριος

Ἐξ ἄλλου, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ οἰκονομία τοῦ χωριοῦ, μὲ τὴν ἁπλὴ ὀργάνωση τῆς αὐτάρκειας, ἀπαιτοῦσε μόνο ἕνα minimum συνεργασίας, κάθε οἰκογένεια, ἔχοντας τὴν ἀνάγκη τῆς ἠθικῆς ὑποστήριξης τῶν ἄλλων γιὰ νὰ στερεώσει τὴν ὑπόληψή της, δημιουργοῦσε ἕνα δίκτυο ἀπὸ φιλίες καὶ συμμαχίες μὲ ἄλλες οἰκογένειες, μὲ τὶς ὁποῖες εἶχε δεσμοὺς συγγένειας ἢ συμφερόντων.

Ἀλλὰ οἱ σχέσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους δὲν εἶχαν, φυσικά, καμμιὰ μονιμότητα καὶ συχνὰ ἐπηρεάζονταν ἀπὸ περιπτώσεις μονόπλευρης εὔνοιας καὶ ἀγνωμοσύνης. Γιατί, ὅσο κι’ ἂν ὑπῆρχε ἕνα ἀλτρουϊστικὸ ἰδανικὸ φιλίας καὶ προστασίας, στὴν πραγματικότητα οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων ὁρίζονταν ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς οἰκογενειακῆς ἀφοσίωσης ἀπ’ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ τὴ δυσπιστία πρὸς τοὺς ἐξωτικοὺς ἀπ’ τὴν ἄλλη.

Μὲ αὐτὴ τὴν ἐσωτερικὴ διάρθρωση, ἡ κοινότητα τοῦ χωριοῦ ἦταν διηρημένη καὶ διασπασμένη καὶ φαινόταν μᾶλλον ἀπίθανο ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἐνεργήσει μὲ σύμπνοια, ἂν παρουσιαζόταν ἀνάγκη. Ὡστόσο, σὲ ὁρισμένες περιστάσεις, ὁ κοινὸς σκοπὸς προκαλοῦσε μιὰ ἀξιόλογη ἑνότητα.

Ἐξ ἄλλου, τὸ ὀθωμανικὸ σύστημα διακυβέρνησης καὶ φορολογίας, ἀφήνοντας τὴν εὐθύνη τῆς τοπικῆς διοίκησης στὶς ἴδιες τὶς κοινότητες, προτιμοῦσε νὰ ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μόνο μὲ τοὺς ἐκλεγμένους ἀντιπροσώπους, τοὺς προεστοὺς τοῦ κάθε χωριοῦ. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ μὲ τὰ κοινὰ προβλήματα ποὺ τοὺς ἐπέβαλε, δημιουργοῦσε στοὺς χωρικούς, ἐκ τῶν ἔξω, μιὰ συνείδηση ἀλληλεγγύης.

Ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ἔσω, λειτουργοῦσε πάντα ἡ περίπλοκη ἔννοια τῆς πατρίδας, τῆς πατρικῆς γῆς. Αὐτὸς ὁ πατριωτισμὸς τῶν χωρικῶν καὶ τῶν βοσκῶν ἦταν μιὰ ὀργανικὴ λειτουργία, συναισθηματικὴ καὶ πρακτικὴ μαζί, μιὰ σχέση μὲ τὸν τόπο ποὺ συντηροῦσε τὴ ζωὴ καὶ μὲ τὸν ὁποῖο συνδέονταν ἄμεσα ἡ ὕπαρξη ὅλης τῆς οἰκογένειας.

Ἡ πατρίδα ταυτιζόταν συμβολικὰ μ’ ἕναν τόπο ὅπου ὁ ἀέρας ἦταν δροσερώτερος καὶ τὸ νερὸ καθαρώτερο ἀπ’ ὅποιον ἄλλον τόπο. Ὁποιαδήποτε προσβολή, ἢ ἔστω καὶ διοικητικὴ ἐπέμβαση στὸ χωριὸ καὶ τὴ γῆ του, ἦταν μιὰ προσβολὴ στὴν προσωπικὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἄνδρα καὶ τὸν «τόπο» του, καὶ κατὰ συνέπεια, στὴν τιμή του. Οἱ ἄνθρωποι συσπειρώνονταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν κοινότητά τους, καὶ μὲ μιὰ προέκταση αὐτῶν τῶν συναισθημάτων, - ἂν καὶ στὴν ἀρχὴ μὲ λιγώτερη σιγουριὰ κι’ ἐνθουσιασμὸ - νὰ ὑπερασπίσουν ἄλλες ἑλληνικὲς κοινότητες.

Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ πατριωτισμὸς αὐτὸς εἶχε ἕναν θρησκευτικὸ χαρακτήρα. Ἡ κοινότητα τοῦ χωριοῦ, συσπειρωμένη γύρω ἀπ’ τὴν ἐκκλησία της, ἦταν ἕνας χῶρος εὐλογημένος καὶ προστατευμένος ἀπὸ τὸν Θεό, μακρυὰ ἀπὸ κάθε καταστρεπτικὴ πνευματικὴ δύναμη ποὺ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει στὴν ἀγριότητα τοῦ ἔξω κόσμου.

Γι’ αὐτό, στὶς μεγάλες θρησκευτικὲς ἑορτὲς τοῦ χρόνου, ἰδίως τὸ Πάσχα, ἔπειτα ἀπὸ μιὰ περίοδο ἐγκράτειας καὶ νηστείας, οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πάλι τὴν εὐκαιρία νὰ βρεθοῦν ὅλοι μαζί, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, σὲ μιὰ γενικὴ διάθεση νὰ ἐκφράσουν τὴν καλή τους θέληση.

Δίνοντας αὐτὸν τὸν ὁμολογουμένως σχηματικὸ καὶ ἀτελὴ ἀπολογισμὸ σχετικὰ μὲ τὶς ἀξίες καὶ τὶς ἀντιλήψεις ποὺ κυριαρχοῦσαν στὸ σύστημα τῶν μικρῶν κοινοτήτων τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ κατὰ τὶς παραμονὲς τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας, χρησιμοποιήσαμε μὲ ἀρκετὴ ἀβεβαιότητα πότε τὸν παρατατικὸ καὶ πότε τὸν ἐνεστῶτα.

Στρατηγὸς Ἰωάννης Μακρυγιάννης

Καὶ τοῦτο γιατὶ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ ἀναφέραμε ἐξακολουθοῦσαν νὰ ἰσχύουν μέχρι καὶ πρὶν ἀπὸ μιὰ δεκαετία στὶς ὀρεινὲς καὶ ἀπομονωμένες κοινότητες. Ἀκόμα καὶ σήμερα, μὲ τὴν πολύπλοκη διαδικασία τῆς κοινωνικῆς ἀλλαγῆς ποὺ ὅλο καὶ περισσότερο ἐπηρεάζει τὶς ἀγροτικὲς περιοχές, οἱ ἀξίες αὐτὲς δὲν ἔχουν χάσει τὴ σημασία τους.

Ἐξ ἄλλου, ὑπάρχουν καὶ τὰ κείμενα μερικῶν ἀπὸ τοὺς Ἀγωνιστὲς τῆς Ἐπανάστασης, ὅπως τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ ἀποτελοῦν πολύτιμες καὶ αὐθεντικὲς πηγὲς γιὰ τὶς ἀντιλήψεις καὶ τὴ νοοτροπία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς - ὥστε ὁ δικός μας ἀπολογισμὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ προβολὴ μέσα στὸ παρελθὸν τῶν στοιχείων ποὺ παρατηρήσαμε στὸ παρόν.

Τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη μᾶς δείχνουν πολὺ καθαρὰ πόσο ἔντονα τὸν κατεῖχε ἡ ἔγνοια νὰ δικαιώσει τὶς πράξεις ὅλης του τῆς ζωῆς μὲ τὰ κριτήρια καὶ τὶς ἀξίες τῆς τιμῆς. Ὁ ξυλοδαρμὸς ποὺ τοῦ ἔγινε, καὶ μάλιστα μπροστὰ σὲ ἄλλους ὅταν, παιδὶ ἀκόμα, πῆρε νὰ χειριστῆ τὸ ὅπλο ἑνὸς συγγενοῦς του, ὑπῆρξε γι’ αὐτὸν μιὰ σκληρὴ ταπείνωση ποὺ τοῦ ἄφησε βαθὺ τραῦμα.

Ἐνῶ ἀντίθετα, τὸ γεγονὸς ὅτι σχημάτισε ὁλόκληρη περιουσία δανείζοντας μὲ τόκο τοὺς ἀγρότες ποὺ βρίσκονταν σὲ ἀνάγκη, ἢ ἀκόμη τὸ ὅτι ἔκανε ἐμπορικὲς συναλλαγὲς μὲ στάρι σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ πείνα καὶ ἡ πανώλη μάστιζαν τὸν πληθυσμό, ἦταν ἐπιτυχίες γιὰ τὶς ὁποῖες αἰσθανόταν περήφανος, ἐπειδὴ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κατόρθωσε νὰ διασώσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ μιὰ ταπεινωτικὴ ἐξάρτηση.

Εἶναι φανερὸ ὅτι ὑπῆρχε μιὰ ἰδιόμορφη ἀντίληψη περὶ τιμῆς καὶ ἀξιοπρέπειας. Γιὰ ἕναν ἄνδρα, ἦταν τόσο ἔντονη ἡ συναίσθηση τῆς εὐθύνης του σ’ ἕναν περιορισμένο κύκλο καὶ τόσο ἀπόλυτη σημασία ἔπαιρνε γι’ αὐτὸν ἡ τιμὴ καὶ ἡ ὑπόληψή του, ὥστε ἡ ἠθική του ὑποχρέωση ἐρχόταν ἀναγκαστικὰ σὲ δεύτερη μοίρα καὶ τὰ ὅριά της ἦταν ρευστά.

Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια μποροῦμε ἐν μέρει νὰ ἐξηγήσουμε κι’ αὐτὸ τὸ ἀσυνήθιστο μωσαϊκὸ ἡρωϊσμοῦ καὶ ἐγωϊστικῆς ἀπληστίας στὶς πράξεις καὶ τὴ συμπεριφορὰ ὁρισμένων ὁπλαρχηγῶν κατὰ τὸν πόλεμο τοῦ 21. Ἡ ὑπόληψη καὶ ἡ δύναμη στηρίζονταν στοὺς ὀπαδοὺς καὶ ἡ ἱκανότητα νὰ συγκρατοῦν τοὺς ὀπαδοὺς στηρίζονταν στὰ μέσα ποὺ διέθεταν νὰ τοὺς πληρώνουν καὶ νὰ τοὺς συντηροῦν.

Ἑπομένως, ἕνας ἄνδρας μποροῦσε πολὺ εὔκολα νὰ δικαιολογήσει τὶς μεθόδους ποὺ χρησιμοποιοῦσε γιὰ ν’ ἀποκτήσει αὐτὰ τὰ μέσα. Ὁ πειρασμὸς νὰ ἱκανοποιηθοῦν κατὰ προτίμηση προσωπικὲς καὶ οἰκογενειακὲς ἀνάγκες καὶ νὰ λυθοῦν προσωπικὲς διαφορὲς καὶ ζηλοτυπίες πάνω σὲ ζητήματα τιμῆς, ἀποτελοῦσε μιὰ ἀδιάκοπη ἀπειλὴ γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς στρατιωτικῆς ἡγεσίας καὶ τὴν ἐμβρυακὴ διάρθρωση τῆς πολιτικῆς διοίκησης – κάποτε μάλιστα σὲ σημεῖο νὰ γίνεται συνεννόηση μὲ τὸν ἐχθρό.

Σημαία τοῦ Ἱεροῦ Λόχου

Ἐκεῖ ποὺ οἱ ἀξίες ἦταν ἀπὸ τὴ φύση τους ἐγωκεντρικές, τὸ περιθώριο ἀνάμεσα στὶς πράξεις ποὺ ἱκανοποιοῦσαν τὴν προσωπική, οἰκογενειακὴ ἢ κοινοτικὴ ὑπόληψη καὶ σ’ ἐκεῖνες ποὺ εἶχαν ἕναν καθαρὰ ἐγωϊστικὸ χαρακτήρα, μὲ τὴν ἀτιμωτικὴ ἔννοια, ἦταν πολὺ μικρὸ καὶ συζητήσιμο.

Στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία τῶν χωρικῶν καὶ τῶν ποιμένων, οἱ τυπικὲς ὑποχρεώσεις καὶ δεσμεύσεις τοῦ ἀτόμου ἀναφέρονταν μέσα στὴν οἰκογένεια. Ἀποτελοῦσαν συναισθηματικὲς ἀλλὰ ξεκάθαρες σχέσεις, θεμελιωμένες στὸ αἴσθημα τῆς τιμῆς καὶ τῆς ντροπῆς, καὶ ἐξέφραζαν τὴν προσπάθεια ὁλόκληρης τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀτόμου, νὰ πραγματοποιήσει ἕνα συγκεκριμένο πρότυπο συμπεριφορᾶς.

Δὲν ξεκινοῦσαν ἀπὸ περιορισμοὺς ἢ εἰδικὲς ὑποχρεώσεις. Τὸ κῦμα αὐτὸ τοῦ ἀνδρικοῦ δυναμισμοῦ, μποροῦσε νὰ διοχετευτῆ πρὸς τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη κατεύθυνση καὶ νὰ ἐκφράσει σὲ μιὰ ἀκραία, καὶ κάποτε βίαιη μορφή, καταστάσεις ἐντελῶς ἀντιφατικές, ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις καὶ τὰ κοινωνικὰ δεδομένα τῆς κάθε προσωπικότητας.

Γιὰ ἕναν δυτικο – Εὐρωπαῖο, συνηθισμένο σὲ κανόνες συμπεριφορᾶς γενικώτερα παραδεδεγμένους, ἦταν ἀκατανόητο τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ ἴδιο ἄτομο μποροῦσαν νὰ ὑπάρχουν ἐξαιρετικὰ δείγματα ἡρωϊσμοῦ, αὐτοθυσίας, αὐθόρμητης εἰλικρίνειας, ἐνῶ σὲ ἄλλες στιγμές, φανερὰ στοιχεῖα προδοσίας, ἀγριότητας, ἀκόμη καὶ ἀνανδρίας.

Ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς Ἕλληνες, ποὺ ἔπρεπε νὰ ζοῦν μ’ αὐτὲς τὶς ἀξίες, παρουσιάζονταν προβλήματα ἑρμηνείας καὶ κρίσης. Γιὰ τὸ Μακρυγιάννη ἦταν προσβολὴ τῆς τιμῆς του τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ γενναῖοι στρατιῶτες του λεηλάτησαν ἕνα ἑλληνικὸ χωριό, καὶ ἀφοῦ ἀνάγκασαν τέσσερεις ἄνδρες νὰ τοὺς περάσουν στοὺς ὤμους τους πάνω ἀπὸ ἕνα παγωμένο ποτάμι, ἔπειτα, σὰν ἀνταμοιβὴ γι’ αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία, τοὺς πῆραν τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ ὅπλα τους καὶ τοὺς ἄφησαν γυμνοὺς στὴν ὄχθη.

Ὁ Μακρυγιάννης, ἀναστατωμένος καὶ ἀγανακτισμένος, ἐγκατέλειψε τοὺς ἄνδρες του καὶ ἀρνήθηκε νὰ εἶναι ἀρχηγός τους ὡσότου ἀποκαταστήσουν τὴ ζημία, ἔδεσε τοὺς πρωτεργάτες καὶ τοὺς χτύπησε τόσο πολὺ «ὅσο ὅπου τοὺς πάγαινε τὸ αἷμα ἀπὸ τὸν κῶλον». «Ἐγὼ γίνηκα χειρότερα ἀπὸ αὐτούς», προσθέτει, «ματώσαν τὰ χέρια μου· ἔκαμα τόσες ἡμέρες ἀστενής».

Οἱ ὑποχρεώσεις πρὸς τὴν οἰκογένεια, ποὺ ἔρχονταν πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο καθῆκον, εἶχαν ἕναν ἀπόλυτο καὶ κατηγορηματικὸ χαρακτήρα καὶ δημιουργοῦσαν ἀντίστοιχα, ἔξω ἀπ’ αὐτὸν τὸν οἰκογενειακὸ χῶρο, δυσπιστία καὶ ἕνα εἶδος ἠθικῆς ἀπάθειας. Τοῦτο μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει, κατὰ κάποιον τρόπο, καὶ τὶς διάφορες φαινομενικὲς ἀνωμαλίες καὶ ἀντιφάσεις.

Ἐν τούτοις, ἡ τοπικὴ κοινότητα, ἕνας στρατὸς ἀτάκτων ἢ καὶ τὸ ἴδιο τὸ ἔθνος, μποροῦσαν νὰ σταθοῦν ἑνωμένοι ὅταν ἐμφανιζόταν μιὰ βίαιη ἐξωτερικὴ ἀπειλὴ - ἢ ἀκόμη, ὅταν οἱ εὐρύτερες αὐτὲς ὁμάδες μποροῦσαν νὰ θεωρηθοῦν, κατὰ κάποια ἔννοια, σὰ μιὰ προέκταση τῆς οἰκογένειας ἢ μιὰ προβολὴ τῶν ἀξιῶν της. 

Philip Owen Arnould Sherrard

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου